Βάρκιζα: Τέλος εποχής για τον ιστορικό φούρνο «Γεωργιάδης»
Κατέβασε ρολά ένας από τους πιο ιστορικούς φούρνους στα Νότια Προάστια - Η αλλαγή των εποχών και η δύσκολη απόφαση.

Ένα ταξίδι 67 χρόνων ολοκληρώθηκε στη Βάρκιζα, εκεί όπου οι αναμνήσεις μοσχοβολούν φρέσκο ψωμί και βανίλια υποβρύχιο. Ο ιστορικός φούρνος «Γεωργιάδης», που χάρισε γεύσεις και στιγμές στα Νότια Προάστια, κατέβασε ρολά στις 6 Μαΐου, αφήνοντας πίσω του κάτι παραπάνω από ένα κατάστημα: μια αγαπημένη συνήθεια ζωής.
Για δεκαετίες, το μικρό πέτρινο κτίσμα με τις μυρωδιές που πλημμύριζαν τον δρόμο, δεν ήταν απλώς φούρνος. Ήταν το σταθερό σημείο που ενωνόταν με τα καλοκαίρια μας. Εκεί σταματούσαμε μετά τις αλμυρές βουτιές για να πάρουμε κουλούρια, τυρόπιτες, ή το πιο γλυκό «υποβρύχιο» που έλιωνε αργά στο νερό. Μια καθιερωμένη στάση που δεν χανόταν με τίποτα -η «στάση Γεωργιάδη»- έγινε όρος αυτονόητος για όσους μεγάλωσαν δίπλα στη θάλασσα.
Μία ιστορία που ξεκίνησε από το 1910
Η ιστορία ξεκίνησε πολύ πριν, το 1910, στην καρδιά της Αθήνας, όταν ο Γεώργιος Γεωργιάδης άνοιξε τον πρώτο του φούρνο στην οδό Εμμ. Μπενάκη. Πρωτοπόρος στην εποχή του, έφερε τις τεχνικές του πρώτου γερμανικού φούρνου στην πόλη, πριν επεκτείνει την τέχνη του στο Μαρούσι και την Κηφισιά, και τελικά -το 1957- στη Βάρκιζα. Εκεί, δίπλα στο κύμα και στην αύρα της παραλίας, ο φούρνος του έγινε το σπιτικό άρωμα του καλοκαιριού.
Ήταν για χρόνια ο μόνος φούρνος από τη Γλυφάδα ως το Σούνιο. Κι αν δεν υπήρχε χρόνος για δεύτερη βουτιά, υπήρχε πάντα χρόνος για μια στάση στον «Γεωργιάδη». Για το κουλούρι που τραγάνιζε στα χέρια μας με αλάτι της θάλασσας ακόμη στα μαλλιά. Για τη μυρωδιά που ανακάτευε αλεύρι, βούτυρο και ζάχαρη με τις φωνές των φίλων και το ηλιοβασίλεμα πίσω από τον λόφο.
Η αλλαγή των εποχών και η δύσκολη απόφαση
Τα χρόνια πέρασαν. Ο κόσμος άλλαξε, οι ρυθμοί έγιναν πιο γρήγοροι και η γειτονιά πιο άγνωστη. Ο ανταγωνισμός και η κρίση άφησαν τα σημάδια τους. Κι έτσι, η νέα γενιά της οικογένειας πήρε τη δύσκολη αλλά αναγκαία απόφαση: να κλείσει το κατάστημα.
Η είδηση σκόρπισε συγκίνηση. Σαν να χάθηκε ένα κομμάτι από το καλοκαίρι. Παλιοί πελάτες ξέθαψαν φωτογραφίες, μοιράστηκαν ιστορίες, θυμήθηκαν παιδικές φωνές και τη μητέρα με την πετσέτα στον ώμο που έλεγε: «Πριν φύγουμε, πάμε μια στάση στον φούρνο».
Ο φούρνος μπορεί να έσβησε τις φωτιές του, όμως δεν θα σβήσει από τη συλλογική μνήμη. Γιατί μερικά αρώματα δεν ξεχνιούνται. Ζουν σε κάθε μπουκιά, σε κάθε ανάμνηση και σε κάθε καλοκαίρι που περνά, περιμένοντας εκείνη την τελευταία, αγαπημένη στάση μετά το μπάνιο...