Σουβλάκια «Ο Κάββουρας»: Λουκέτο στο ιστορικό στέκι των Εξαρχείων-Ρεμπέτες, διανόηση και κοντοσούβλι
Ο Κάββουρας δεν ήταν απλά ένα σουβλατζίδικο. Ήταν ένας τόπος συνάντησης όπου συνυπήρχαν φοιτητές, καλλιτέχνες, ρεμπέτες και κάτοικοι της γειτονιάς.

Το σουβλατζίδικο «Ο Κάββουρας» άνοιξε τις πόρτες του για πρώτη φορά το 1969, όταν ο αδερφός του Γιώργου Κάββουρα εγκαταστάθηκε σε ένα μικρό ισόγειο δίπλα στην πλατεία Εξαρχείων, δημιουργώντας ένα από τα παλαιότερα και πιο αυθεντικά σημεία street food της Αθήνας.
Λίγα χρόνια αργότερα, στα μέσα της δεκαετίας του ’80, ο Γιώργος μαζί με τον αδερφό του, τον Μάνο, αποφάσισαν να ανανεώσουν και να διευρύνουν την οικογενειακή παράδοση, εγκαινιάζοντας το 1987 ένα ανανεωμένο σουβλατζίδικο, σταθερή αξία της γειτονιάς.

Οι συνταγές και η ατμόσφαιρα
Η συνταγή για τα κοντοσούβλια, που έγινε διάσημη, ήταν δώρο από τον πεθερό του Γιώργου, ο οποίος καταγόταν από την Τρίπολη. Η πρώτη μέρα λειτουργίας τους ήταν ουσιαστικά μια δοκιμή ελάχιστων δύο ατόμων, αλλά πολύ γρήγορα η φήμη του πλούσιου, ζουμερού κρέατος που ψηνόταν στα κάρβουνα εξαπλώθηκε στους φοιτητές και στους κάτοικους των Εξαρχείων.
Στο εσωτερικό, το μαγαζί διατηρούσε έναν λιτό χαρακτήρα: ξύλινοι τοίχοι, ένα μακρύ πάσο χωρίς τραπέζια, και τα ελάχιστα σκαμπό όπου στέκονταν οι πελάτες για να απολαύσουν το σουβλάκι τους κατευθείαν από τη σχάρα.
Συχνά «έκλεινε» γύρω στις πέντε το απόγευμα, γιατί το κρέας τελείωνε πολύ νωρίς, σύνηθες σημάδι δημοφιλίας και σταθερής ουράς έξω από την πόρτα.

Καλλιτέχνες και προσωπικότητες
Καθ’ όλη τη διάρκεια της λειτουργίας του, ο Κάββουρας δεν ήταν απλά ένα σουβλατζίδικο. Ήταν ένας τόπος συνάντησης όπου συνυπήρχαν φοιτητές, καλλιτέχνες, ρεμπέτες και κάτοικοι της γειτονιάς. Στο ίδιο κτήριο στεγαζόταν και το ρεμπετάδικο «Κάββουρας», όπου περνούσαν από τη σκηνή του ο Σπύρος Χονδρός, ο Γιάννης Παπαγιαννιόπουλος, η Μαργαρίτα, ο Νίκος Στεφανάκης και ο Γιάννης Στεργίου.
Καθώς τα ρεμπετάδικα της Πλάκας έκλεισαν γύρω στο 1980, η γειτονιά των Εξαρχείων γέμισε νότες λαϊκής και ρεμπέτικης μουσικής και ο Κάββουρας βρέθηκε στο επίκεντρο αυτής της.
Πέρα από τους μουσικούς, το μαγαζί έγινε πόλος έλξης για πλήθος προσωπικοτήτων από τον ευρύτερο καλλιτεχνικό και πολιτιστικό χώρο της Αθήνας. Μέχρι και σήμερα, όσοι μεγάλωσαν ως φοιτητές στην περιοχή το θυμούνται σαν ένα σημείο όπου η μαγειρική και η μουσική διαπλεκόντουσαν: οι νύχτες στο διπλανό ρεμπετάδικο έδιναν το σύνθημα για τα πρώτα τσιμπήματα σουβλακίου μόλις έπεφτε ξημέρωμα.
Το κλείσιμο και η αντίδραση
Η φήμη του Κάββουρα ως «σταθερής αξίας» στα Εξάρχεια παρέμεινε αλώβητη μέχρι και πρόσφατα , μέχρι και την προηγούμενη εβδομάδα, όταν ανακοινώθηκε ότι το μαγαζί πουλούσε ολόκληρη την επιχείρηση σε αλλοδαπούς επενδυτές, βάζοντας οριστικό τέλος σε μία εποχή που ξεκίνησε πριν από περισσότερα από πενήντα χρόνια. Η είδηση της πώλησης και του κλεισίματος προκάλεσε κύμα νοσταλγίας και συγκίνησης στους θαμώνες, ήταν το τέλος ενός σταθερού σημείου αναφοράς, ένα κομμάτι της ζωής στα Εξάρχεια που έκλεινε οριστικά.

Σήμερα, όταν περνάει κανείς από τη Θεμιστοκλέους 64Α, βλέπει μια κλειστή πόρτα και τους τοίχους όπου κάποτε κρεμόταν το ξύλινο πλακάτ με τα γράμματα «Κάββουρας». Οι παλιοί πελάτες ακόμα θυμούνται τον καπνό από τα κάρβουνα και τη μυρωδιά του ψημένου κρέατος, τις άφθονες κουβέντες με το διπλανό τραπέζι, τις φωνές που έφταναν από πάνω όταν τα λαϊκά και τα ρεμπέτικα ξυπνούσαν τη γειτονιά. Έκλεισε ένα κομμάτι ιστορίας που ξεκίνησε όταν τα Εξάρχεια ήταν ακόμα κατοικημένη γειτονιά διανοουμένων και εξελίχθηκε σε χωνευτήρι πολιτισμών και αντιστάσεων.

Το κενό που άφησε ο Κάββουρας είναι δύσκολο να καλυφθεί. Στα Εξάρχεια, οι γειτονιές ζουν μέσα από τα μικρά αυτά στέκια όπου οι ιστορίες συγχέονται με τη μυρωδιά της σχάρας. Και όσο κι αν ο χρόνος συνεχίζει να τρέχει, στις μνήμες θα παραμένει πάντα ζωντανό το τελευταίο σουβλάκι που μοιραστήκαμε σε εκείνο το γνωστό ξύλινο πάσο, κάτω από τον θόρυβο της πλατείας.