Μπαϊρακτάρης: Ένας αιώνιος γευστικός θρύλος στο Μοναστηράκι που τάισε από βασιλείς μέχρι αθλητές
Στα τραπέζια του έχουν καθίσει υπουργοί, βουλευτές και δήμαρχοι, ακόμα και ξένοι ηγέτες σε ανεπίσημες επισκέψεις.
Η είσοδος του ιστορικού ψητοπωλείου, με την ταμπέλα «Ταβέρνα Σιγάλας 1879» πλάι στο όνομα «Μπαϊρακτάρης». Η λεπτομέρεια αυτή μαρτυρά τη συνέχεια της παράδοσης από τον 19ο αιώνα μέχρι σήμερα. Μέσα στη ζωντανή καρδιά της Αθήνας, εκεί που το Μοναστηράκι σφύζει από παλμό, υπάρχει ένα μαγαζί που μοσχοβολάει ιστορία και παράδοση. Ο Μπαϊρακτάρης δεν είναι απλώς ένα σουβλατζίδικο· είναι ένα ταξίδι στο χρόνο, μια γεύση από την παλιά Αθήνα, τυλιγμένη σε πίτα με μπόλικο μεράκι. Για περισσότερα από 140 χρόνια – από το 1879 – το φαγοποτείον αυτό στεγάζει μνήμες έξι ολόκληρων γενεών.
Εδώ, οι μυρωδιές του ψητού κρέατος μπλέκονται γλυκά με τις φωνές των μικροπωλητών της πλατείας και το μουρμουρητό του κόσμου, δημιουργώντας μια νοσταλγική ατμόσφαιρα που αγγίζει την ψυχή κάθε επισκέπτη.
Ιστορική αναδρομή: Από το 1879 μέχρι σήμερα
Η ιστορία του Μπαϊρακτάρη ξεκινά επισήμως το 1879, όταν οι αδελφοί Αντώνης και Γιάννης Σιγάλας άνοιξαν μια παραδοσιακή ταβέρνα στην κεντρική πλατεία Μοναστηρακίου.
Ήδη από τα πρώτα χρόνια, το μαγαζί αυτό απέκτησε φήμη που ξεπερνούσε τα στενά όρια της γειτονιάς. Οι Σιγάλας, πρωτοπόροι στο είδος, συνδύασαν τη λαϊκή ταβέρνα με μια νότα μεγαλοπρέπειας, προσκαλώντας και φιλοξενώντας εξέχουσες προσωπικότητες της εποχής – λέγεται μάλιστα πως ακόμα και το βασιλικό ζεύγος Όθωνα και Αμαλίας τίμησε το χώρο, ενώ αργότερα πέρασε από τα τραπέζια του και ο εθνάρχης Ελευθέριος Βενιζέλος.

Στις αρχές του 20ού αιώνα, η ταβέρνα εξελίχθηκε σε στέκι διανοουμένων και καλλιτεχνών, ένα σημείο όπου οι πνευματικοί άνθρωποι της Αθήνας μπορούσαν να απολαύσουν καλό φαγητό και κουβέντα. Μοναδικές ιστορίες από εκείνη την εποχή αφθονούν: φωτογραφίες ξεθωριασμένες πια μαρτυρούν τις παρέες των λογίων με ποτήρια κρασί, ενώ η αύρα της παλιάς Αθήνας είναι ακόμη αισθητή. Κατά τη δύσκολη περίοδο της Κατοχής, το μαγαζί αναγκάστηκε σε σύντομα διαλείμματα λειτουργίας, όμως η παράδοση δεν έσβησε.
Μετά τον πόλεμο, οι φήμες για το καλό του φαγητό και τη ζεστή ατμόσφαιρα ξανανάστησαν την ταβέρνα. Έως και τα τέλη του προηγούμενου αιώνα, μια πραγματική παρέλαση προσωπικοτήτων – από πολιτικούς και καλλιτέχνες μέχρι απλούς ανθρώπους πέρασε από τις ξύλινες καρέκλες και τα μαρμάρινα τραπέζια της, κρατώντας ζωντανό τον θρύλο. Το 1979 σηματοδοτεί ένα ορόσημο: τότε η σκυτάλη αυτής της σπουδαίας παράδοσης πέρασε στον Σπύρο Μπαϊρακτάρη. Ο νεαρός Σπύρος είχε έρθει από το Αγρίνιο στην Αθήνα σε ηλικία 17 ετών, κουβαλώντας φιλοδοξίες και αγάπη για τη δουλειά.
Εργάστηκε από πολύ μικρός στην παλιά ταβέρνα ως σερβιτόρος και λαντζέρης, μπαίνοντας στο πνεύμα και το κλίμα του ιστορικού αυτού χώρου. Δεν βρέθηκε τυχαία να γίνει ο επόμενος ιδιοκτήτης: επί μια δεκαετία (1960-1969) μαθήτευσε δίπλα στον θρυλικό μάστορα του είδους, τον Ισαάκ Μερακλίδη, ο οποίος είχε φέρει την τέχνη του κεμπάπ από τη Μικρά Ασία και άνοιξε από το 1925 το πρώτο σουβλατζίδικο στο κέντρο της Αθήνας.
Ο νεαρός Μπαϊρακτάρης έμαθε όλα τα μυστικά της δουλειάς κοντά στον «μπάρμπα-Ισαάκ», δουλεύοντας ασταμάτητα «ήμουν ο πρώτος λαντζέρης... δούλευα καθημερινά 20 ώρες» έχει δηλώσει με περηφάνια. Μετά από μια σύντομη επιστροφή στο Αγρίνιο, όπου άνοιξε το δικό του επιτυχημένο εστιατόριο, η νοσταλγία του Μοναστηρακίου τον τράβηξε ξανά πίσω στην Αθήνα.
Το 1980, ο τότε ιδιοκτήτης της ταβέρνας στο Μοναστηράκι, ο Γιάννης Σιγάλας, πρότεινε στον Σπύρο να αγοράσει το μαγαζί όπου κάποτε δούλευε παιδί – μια πρόταση που έγινε δεκτή με μεγάλη χαρά.
Έτσι ο Μπαϊρακτάρης απέκτησε το δικό του κομμάτι αθηναϊκής ιστορίας, αναλαμβάνοντας τη διεύθυνση της υπεραιωνόβιας ταβέρνας στην πλατεία. Σεβόμενος απόλυτα την κληρονομιά που παρέλαβε, κράτησε μάλιστα στην επωνυμία την ιστορική υπογραφή «Σιγάλας» προσθέτοντας δίπλα και το δικό του όνομα, ώστε να τιμήσει την παράδοση του χώρου.
Ακόμη και σήμερα, η πρόσοψη γράφει «Ταβέρνα Σιγάλας 1879 – Ψητοπωλείον Μπαϊρακτάρης», ενδεικτικό της συνέχεια που γεφυρώνει δύο αιώνες. Από το 1980 και μετά, ο Σπύρος Μπαϊρακτάρης συνεχίζει ακάματα να γράφει κεφάλαια στην ιστορία του μαγαζιού. Οι παλιές αίθουσες – ηλικίας άνω των 150 ετών – εξακολουθούν να φιλοξενούν κόσμο, ενώ ο ίδιος ο Σπύρος, παρότι έχει πλέον φτάσει σε ηλικία που άλλοι θα είχαν αποσυρθεί, σερβίρει και περιποιείται προσωπικά τους πελάτες του, σαν να μην πέρασε μια μέρα.

«Δεν έχω αλλάξει σε τίποτα από τότε που ήμουν 17 χρονών παιδί και δούλευα στον μπάρμπα Ισαάκ» λέει χαμογελώντας, νιώθοντας ακόμα ένας «λαντζεράκος» που θα σκουπίσει το πάτωμα και θα σερβίρει αν χρειαστεί.
Στο πλευρό του έχει πλέον και την οικογένειά του, δύο από τους γιους του εργάζονται στην επιχείρηση, συνεχίζοντας την παράδοση στην 6η γενιά όπως χαρακτηριστικά λέει η ιστορία του μαγαζιού.
Έτσι, ο Μπαϊρακτάρης του σήμερα είναι ταυτόχρονα ένας φόρος τιμής στο χθες και μια ζωντανή γέφυρα προς το αύριο.
Μοναστηράκι και λαϊκή Αθήνα: Το στέκι της γειτονιάς
Το φαγοποτείον Μπαϊρακτάρης είναι άρρηκτα δεμένο με τη γειτονιά του Μοναστηρακίου και την ψυχή της λαϊκής Αθήνας. Δεν πρόκειται απλώς για ένα εστιατόριο στο κέντρο – αποτελεί σημείο αναφοράς για την πόλη, , έναν τόπο συνάντησης όπου εδώ και δεκαετίες αντηχούν ιστορίες καθημερινών ανθρώπων. Ο ίδιος ο Σπύρος αποκαλεί το Μοναστηράκι «σταθμό, το λιμάνι της ζωής μου», υπογραμμίζοντας πόσο βαθιά ριζωμένη είναι η παρουσία του μαγαζιού στον ιστό της περιοχής. Πράγματι, το μαγαζί στέκει κυριολεκτικά πάνω στην πλατεία, απέναντι από το τζαμί και δίπλα στους παλαιότερους πάγκους του παζαριού, βλέποντας καθημερινά το ετερόκλητο πλήθος: ντόπιους που κάνουν τη βόλτα τους, ψαχουλεύοντας στα παλιατζίδικα, τουρίστες που καταφθάνουν με το μετρό θαυμάζοντας τη θέα της Ακρόπολης, αλλά και μόνιμους θαμώνες της περιοχής που χαιρετούν τον κύριο Σπύρο με το μικρό του όνομα. Λαϊκή κουλτούρα και Μπαϊρακτάρης πάνε μαζί. Το μαγαζί φημίζεται ως «λαϊκό μαγαζί», προσιτό σε όλους, χωρίς επιτήδευση και πολυτέλειες – ένας χώρος όπου αισθάνεσαι οικεία, σαν το σπίτι σου. Χιλιάδες απλοί άνθρωποι έχουν περάσει από εδώ ακριβώς γι’ αυτό: επειδή βρίσκουν ζεστασιά, καλό φαγητό και τίμιες τιμές.
«Αγαπά και σέβεται όλους τους πελάτες, από τον πιο απλό άνθρωπο που θα έρθει και μπορεί να μη έχει να φάει, μέχρι τον πρωθυπουργό» γράφτηκε χαρακτηριστικά για τον Σπύρο Μπαϊρακτάρη.
Ο ίδιος άλλωστε δηλώνει: «Ο Μπαϊρακτάρης δεν είναι ένας επαγγελματίας που κοιτάει πώς θα φάει τα λεφτά του πελάτη. Ζω με τον πελάτη τη χαρά του και τη λύπη του, κοιτάω τον πελάτη στα μάτια και όχι στην τσέπη».
Αυτή η φράση συμπυκνώνει τη φιλοσοφία του: το μαγαζί δεν είναι απλώς μια επιχείρηση, αλλά μια κοινότητα όπου ο εστιάτορας και ο θαμώνας γίνονται μια μεγάλη παρέα. Στον χώρο του Μπαϊρακτάρη νιώθεις την αυθεντική αθηναϊκή φιλοξενία. Οι τοίχοι είναι γεμάτοι φωτογραφίες πελατών από διαφορετικές εποχές , οικογένειες που έβγαλαν αναμνηστική φωτογραφία μετά από ένα γεύμα, ζευγάρια που γιόρτασαν εκεί μια επέτειο, παρέες νέων που γεύτηκαν πρώτη φορά το «αληθινό σουβλάκι». Οι παλιές κορνίζες με ασπρόμαυρα στιγμιότυπα δίπλα σε πιο σύγχρονες πολύχρωμες εικόνες δημιουργούν ένα άτυπο άλμπουμ της λαϊκής Αθήνας των τελευταίων εκατό χρόνων. Κάθε φωτογραφία και μια ιστορία, κάθε τραπέζι και μια ανάμνηση. Πολλοί Αθηναίοι θεωρούν το μαγαζί προέκταση του σπιτιού τους, εδώ έχουν φάει με τους γονείς και τα παιδιά τους, εδώ έχουν πιει ένα κρασί σε στιγμές χαράς ή παρηγοριάς. Δεν είναι τυχαίο που ακόμη και τα βράδια του χειμώνα, όταν η πλατεία αδειάζει από τουρίστες, θα βρεις τα τραπεζάκια γεμάτα από παρέες κατοίκων της πόλης που έρχονται «στου Μπαϊρακτάρη» για να νιώσουν λίγη από τη θαλπωρή της παλιάς γειτονιάς.

Η ατμόσφαιρα συχνά ζωντανεύει με μουσική. Δεν είναι σπάνιο στο Μοναστηράκι να πετύχεις ζωντανή λαϊκή ορχήστρα μέσα στο μαγαζί – δυο μπουζούκια και μια κιθάρα να παίζουν ρεμπέτικα και παλιά λαϊκά τραγούδια, προς τέρψιν των θαμώνων. Ο ίδιος ο χώρος ενθαρρύνει το κέφι: ξύλινα τραπέζια στρωμένα με καρό τραπεζομάντιλα, στολισμένα με γλαστράκια, και γύρω γύρω τα κάδρα των διασήμων να «παρακολουθούν» τη σκηνή. Όταν αντηχεί το πρώτο ζεϊμπέκικο, κάποιοι πελάτες σηκώνονται – ντόπιοι και τουρίστες – και χτυπούν παλαμάκια ρυθμικά. Είναι μια οικεία, γλυκιά εικόνα: στο βάθος οι ψήστες γυρνούν τα κρέατα στη σχάρα, οι σερβιτόροι φέρνουν δίσκους με μπύρες και χωριάτικες σαλάτες, και από δίπλα περνά το μετρό του ΗΣΑΠ με έναν υπόκωφο θόρυβο, θυμίζοντας ότι βρισκόμαστε στο κέντρο μιας σύγχρονης μεγαλούπολης που όμως δεν ξεχνά τις ρίζες της. Στο Μοναστηράκι, ο Μπαϊρακτάρης είναι κάτι παραπάνω από εστιατόριο: είναι κομμάτι της τοπικής ταυτότητας, ένα ζωντανό σύμβολο της λαϊκής κουλτούρας της Αθήνας που συνεχίζει ακάθεκτο.
Παραδοσιακές συνταγές και γεύσεις που έγραψαν Ιστορία
Παραδοσιακό κεμπάπ γιαουρτλού σερβιρισμένο πάνω σε αφράτη πίτα, με ψητές ντομάτες, κρεμμύδι και μαϊντανό – μία από τις φημισμένες σπεσιαλιτέ που έκαναν διάσημο τον Μπαϊρακτάρη. Το όνομα «Μπαϊρακτάρης» έχει γίνει συνώνυμο με το εθνικό φαγητό των Ελλήνων, το αγαπημένο μας σουβλάκι.
Δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι όποιος επισκέπτεται την Αθήνα, θεωρεί σχεδόν υποχρέωση να δοκιμάσει ένα τυλιχτό ή ένα ζουμερό κεμπάπ στο ιστορικό αυτό ψητοπωλείο. Η ποιότητα των γεύσεων αποτελεί εγγύηση διαχρονικά – μια φήμη που χτίστηκε με μεράκι και σεβασμό στην παράδοση. Στα κάρβουνα του Μπαϊρακτάρη ψήνεται εδώ και δεκαετίες το περίφημο κεμπάπ του, φτιαγμένο με την ίδια μυστική συνταγή που έφερε ο μπάρμπα-Ισαάκ από τα Άδανα. «Τις συνταγές στο κεμπάπ και το γύρο τις μάθαμε από τον μπάρμπα Ισαάκ και τις κρατάμε μέχρι σήμερα ως επτασφράγιστο μυστικό», εξομολογείται χαμογελώντας ο Σπύρος Μπαϊρακτάρης.

Πράγματι, πίσω από την απλότητα ενός καλαμακιού κρέατος ή ενός κεμπάπ κρύβονται μικρά μυστικά: το σωστό μείγμα μπαχαρικών, το φρέσκο κρέας που μαρινάρεται ώρες, το ψήσιμο πάνω σε πραγματική θράκα που δίνει μοναδική καπνιστή γεύση. Ο ίδιος ο κ. Σπύρος, όπως λέει με περηφάνια, έμαθε την τέχνη από τον πρώτο δάσκαλο του είδους στην Ελλάδα και συνεχίζει να την εξασκεί ο ίδιος καθημερινά.
Δεν είναι παράξενο λοιπόν που ακόμη και διάσημοι καλοφαγάδες, Έλληνες και ξένοι, προτιμούν τις λιχουδιές του Μπαϊρακτάρη έναντι πιο εκλεπτυσμένων εστιατορίων – η αυθεντική γεύση δεν συγκρίνεται με τίποτα. Βεβαίως, ο κατάλογος δεν περιορίζεται μόνο στα σουβλάκια. Αν και το τυλιχτό με πίτα , γεμάτο ζουμερό γύρο, ντομάτα, κρεμμύδι και δροσιστικό τζατζίκι , είναι από τις top επιλογές των πελατών, στο Μπαϊρακτάρη μπορεί κανείς να απολαύσει μια πλήρη γκάμα παραδοσιακών ελληνικών πιάτων. Η κουζίνα είναι κλασική ελληνική, θυμίζοντας τα μαμαδίστικα μαγειρεία: καθημερινά θα βρει κανείς μαγειρευτά όπως μπριάμ, γεμιστά, μελιτζάνες ιμάμ, πλούσιο μουσακά ή σπιτικό παστίτσιο.
Δίπλα σε αυτά, αγαπημένα μεζεδάκια σαν ντολμαδάκια, φέτα ψητή, κολοκυθοκεφτέδες, συνοδευμένα από χωριάτικες σαλάτες με ελαιόλαδο και ρίγανη, ολοκληρώνουν την εμπειρία. Οι μερίδες είναι γενναιόδωρες, «της γιαγιάς», και οι τιμές πάντα φιλικές ώστε να μπορεί να φάει ο καθένας χωρίς να σκέφτεται το κόστος, κάτι στο οποίο ο κ. Σπύρος δίνει μεγάλη σημασία, ειδικά σε καιρούς δύσκολους. «Καταβάλλουμε κάθε προσπάθεια ώστε να είμαστε από τους τελευταίους που θα ανεβάσουμε τις τιμές» είχε δηλώσει πρόσφατα, παρά τις πιέσεις των ανατιμήσεων στις πρώτες ύλες, δείχνοντας έτσι την αφοσίωσή του στον πελάτη και τη σχέση εμπιστοσύνης που έχει «χτίσει» τόσες δεκαετίες.
Μια από τις σπεσιαλιτέ που δεν πρέπει κανείς να χάσει είναι το κεμπάπ γιαουρτλού – αφράτα μπιφτεκάκια από μοσχαρίσιο και αρνίσιο κιμά, ψημένα στα κάρβουνα, σερβιρισμένα πάνω σε ψημένη πίτα, περιχυμένα με δροσερό γιαούρτι, σάλτσα ντομάτας και πασπαλισμένα με πάπρικα. Αυτή η πολίτικη συνταγή, που ήρθε από τη Μικρά Ασία, έγινε ένα από τα πιάτα-σήμα κατατεθέν του μαγαζιού. Ο Σπύρος Μπαϊρακτάρης καμαρώνει ότι την ετοιμάζει ο ίδιος με τα χέρια του, όπως ακριβώς την έμαθε από τον δάσκαλό του Μερακλίδη μισό αιώνα πριν.
Εξίσου φημισμένος είναι και ο χειροποίητος γύρος – τραγανός απέξω, ζουμερός μέσα – που ψήνεται υπομονετικά και κόβεται μπροστά στα μάτια των πελατών, σκορπίζοντας αυτή την ακαταμάχητη μυρωδιά ψημένου κρέατος που σε κάνει να πεινάς και μόνο που την αισθάνεσαι. Οι πατάτες τηγανητές, κομμένες στο χέρι, οι πίτες που ψήνονται επιτόπου και σερβίρονται ζεστές, όλα συμβάλλουν σε μια εμπειρία γευστική αυθεντική και νοσταλγική – σαν να τρως στην αυλή ενός παλιού αθηναϊκού σπιτιού. Δεν είναι υπερβολή να πούμε πως ο Μπαϊρακτάρης έχει βάλει το λιθαράκι του στην εξέλιξη του ελληνικού street food. Μαζί με λίγα ακόμα θρυλικά ψητοπωλεία του κέντρου (όπως ο γειτονικός «Θανάσης» και ο «Σάββας»), έχουν διατηρήσει την αμίμητη ποιότητα που κάνει το σουβλάκι της Αθήνας ξακουστό.

Μάλιστα, έχει ενδιαφέρον ότι τόσο ο ιδιοκτήτης του Θανάση όσο και του Σάββα υπήρξαν «μαθητές» του ίδιου μπαρμπα-Ισαάκ Μερακλίδη – μαζί με τον Σπύρο έμαθαν την τέχνη του κεμπάπ.
Σήμερα, και οι τρεις τους λειτουργούν σχεδόν δίπλα-δίπλα στο Μοναστηράκι, προσφέροντας εξαιρετικές γεύσεις σε χιλιάδες κόσμο καθημερινά. Ο κ. Μπαϊρακτάρης, πάντα γενναιόδωρος, δεν τους βλέπει καν ως ανταγωνιστές: «Ο ήλιος βγαίνει για όλους. Αν το Μοναστηράκι κρατάει τόσους χιλιάδες πελάτες, είναι γιατί τόσο εγώ όσο κι αυτοί κρατάμε μια σταθερή-άριστη ποιότητα στα φαγητά μας» λέει με σεμνότητα.
Και πράγματι, η επιτυχία του βρίσκεται ακριβώς εκεί: στην αληθινή αγάπη για το φαγητό και τον κόσμο.
Αναμνήσεις πελατών και τρυφερές ιστορίες
Αν οι τοίχοι του Μπαϊρακτάρη είχαν μιλιά, θα διηγούνταν αμέτρητες συγκινητικές ιστορίες. Δεν είναι μόνο οι διάσημοι θαμώνες που κάνουν τίτλους στις εφημερίδες – είναι και οι ανώνυμοι πελάτες, οι καθημερινοί άνθρωποι, που έχουν ζήσει στιγμές ζωής στα τραπέζια του. Ο Σπύρος Μπαϊρακτάρης έχει υπάρξει όχι απλώς εστιάτορας, αλλά και συνοδοιπόρος σε χαρές και λύπες πολλών φίλων του μαγαζιού. «Στο μαγαζί αυτό έχω κλάψει αρκετές φορές μαζί με φίλους που ήρθαν να μοιραστούν με τον Μπαϊρακτάρη το πρόβλημά τους» εξομολογείται ο ίδιος, αποκαλύπτοντας την ανθρώπινη πλευρά του ρόλου του.
Σε μια γωνιά της ταβέρνας έχουν πέσει δάκρυα παρηγοριάς, έχουν δοθεί λόγια κουράγιου, σαν σε ένα άτυπο καταφύγιο. Κάποτε, θυμάται, ένας φίλος του δεν ήθελε να πάει στον γάμο της κόρης του – διαφωνούσε με τον γάμο – και την ημέρα εκείνη προτίμησε να την περάσει κοντά στον Σπύρο, στο μαγαζί, παρά να πάει στην εκκλησία. «Έκανα τα πάντα για να απαλύνω τον πόνο του. Ήταν ένα συγκλονιστικό βράδυ...» αφηγείται ο κ. Μπαϊρακτάρης, που εκείνη τη νύχτα έγινε εξομολογητής και παρηγορητής μαζί.
Τέτοιες στιγμές αναδεικνύουν τη συναισθηματική αξία που έχει αυτό το μέρος: δεν είναι απλά ένα σημείο για φαγητό, αλλά ένα καταφύγιο ψυχής όπου οι πελάτες γίνονται φίλοι. Φυσικά, δεν λείπουν και οι στιγμές της μεγάλης χαράς. Ο ιδιοκτήτης θυμάται με συγκίνηση βραδιές που το μαγαζί ήταν γεμάτο από λαμπερές προσωπικότητες, κι εκείνος στεκόταν στη μέση της αίθουσας συνειδητοποιώντας πόσο μακριά είχε φτάσει. «Υπήρξαν βράδια που το μαγαζί ήταν γεμάτο προσωπικότητες. Μια φορά ήταν εδώ ο Μιχάλης Κακογιάννης, η Ειρήνη Παππά και πολλοί άλλοι – όλοι είχαν να πουν μια καλή κουβέντα για μένα. Εκείνο το βράδυ έκλαψα από χαρά» εξομολογείται ο ίδιος.

Μπορεί κανείς εύκολα να τον φανταστεί: ανάμεσα σε θρύλους του κινηματογράφου και του θεάτρου, ο άλλοτε φτωχός λαντζέρης από το Αγρίνιο να δακρύζει όχι από λύπη, αλλά από ευτυχία και περηφάνια, που τους βλέπει όλους μαζεμένους στο «σπίτι» του. Οι πελάτες του Μπαϊρακτάρη συχνά αναπτύσσουν σχέση ζωής με το μαγαζί. Υπάρχουν οικογένειες που τρεις γενιές τώρα τρώνε σταθερά εδώ κάθε τόσο, λες και είναι οικογενειακή παράδοση – ο παππούς έφερε τον γιο του, κι εκείνος με τη σειρά του τα δικά του παιδιά. Ακόμα και ταξιδιώτες από το εξωτερικό έχουν δεθεί συναισθηματικά με το μέρος: «Έχουμε γκρουπ τουριστών που έρχονται επί 40 χρόνια συνέχεια. Κάποιοι ήρθαν φέτος και είχαν ακόμα τις αποδείξεις και τα εισιτήρια από την επίσκεψή τους στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας το 2004» λέει με θαυμασμό ο κ. Μπαϊρακτάρης.
Φανταστείτε τη σκηνή: τουρίστες να επιστρέφουν μετά από δεκαετίες, κρατώντας σαν φυλαχτό την απόδειξη από το γεύμα τους προ πολλών ετών, για να τη δείξουν στον Σπύρο και να του πουν «Να, ήμασταν κι εμείς εδώ τότε!». Τέτοιες στιγμές δείχνουν πόσο ανεξίτηλες αναμνήσεις δημιουργεί το μαγαζί αυτό στους ανθρώπους. Κάθε μέρα στον Μπαϊρακτάρη είναι και μια νέα εμπειρία. «Ο κόσμος που έρχεται με ανεβάζει ψυχολογικά» λέει ο Σπύρος, τονίζοντας πως η ίδια η επαφή με τους πελάτες του δίνει ζωή και δύναμη.
Πολλές φορές το μεσημέρι θα τον δεις να περιφέρεται ανάμεσα στα τραπέζια, να ρωτά αν όλα είναι εντάξει, να κάνει χιούμορ με τους παλιούς θαμώνες, να τσουγκρίζει ένα ποτήρι κρασί σε κάποιο τραπέζι όπου τον κερνούν από ευγνωμοσύνη. Κι εκείνος ανταποδίδει με ένα ζεστό χαμόγελο και μια ιστορία από τα παλιά. Αυτή η οικειότητα είναι που κάνει τον κόσμο να επιστρέφει ξανά και ξανά. Δεν είναι τυχαίο ότι ακόμα και σε κοσμοσυρροή, ο ίδιος γνωρίζει πολλούς από τους τακτικούς με το μικρό τους όνομα. Για τον Μπαϊρακτάρη, κάθε πελάτης είναι μέλος της μεγάλης του οικογένειας. Οι αναμνήσεις δεν είναι πάντα μόνο προσωπικές , μερικές φορές αποκτούν και ευρύτερη σημασία.
Χαρακτηριστικό είναι ένα περιστατικό που έμελλε να περάσει στην πολιτική ιστορία: το 2004, σε ένα γεύμα στον Μπαϊρακτάρη, ο τότε πρωθυπουργός Κώστας Καραμανλής λέγεται ότι ξεστόμισε τα περίφημα λόγια για «νταβατζήδες και συντεχνίες» αναφερόμενος στους διαπλεκόμενους της εποχής. Ο θόρυβος από εκείνη τη συζήτηση ήταν τέτοιος που για καιρό ο Τύπος μιλούσε για το «γεύμα στον Μπαϊρακτάρη», κάνοντας το μαγαζί σημείο αναφοράς ακόμα και στα πολιτικά παρασκήνια. Ο ίδιος ο κ. Σπύρος, κύριος όπως πάντα, όταν τον ρώτησαν τι άκουσε, απάντησε χαμογελώντας: «Εγώ δεν κρυφακούω ποτέ τους πελάτες μου».

Με μια του φράση, διακριτική αλλά εύστοχη, προστάτεψε τόσο τον πελάτη του όσο και την φήμη του μαγαζιού, δείχνοντας πως πάνω απ’ όλα σέβεται τον κόσμο που τον τιμά με την παρουσία του.
Διάσημοι θαμώνες και πολιτιστική επιρροή
Δεν είναι μόνο οι απλοί άνθρωποι που αγάπησαν τον Μπαϊρακτάρη – μια ματιά στις φωτογραφίες στους τοίχους αρκεί για να καταλάβει κανείς ότι σχεδόν «όλοι έχουν περάσει από εδώ». Πράγματι, η ιστορική ταβέρνα έχει φιλοξενήσει μια εντυπωσιακή παρέλαση διασήμων από κάθε χώρο, αφήνοντας το δικό της στίγμα στην πολιτιστική ζωή της Αθήνας. Από τις αρχές του 20ού αιώνα μέχρι σήμερα, ο κατάλογος των επωνύμων θαμώνων μοιάζει ανεξάντλητος. Στα πρώτα χρόνια, όπως είδαμε, τρανές μορφές της πολιτικής σκηνής – ο ίδιος ο Βενιζέλος – και μέλη βασιλικών οικογενειών πέρασαν το κατώφλι της ταβέρνας.
Αργότερα, στις δεκαετίες του ’30 και του ’40, δεν ήταν σπάνιο φαινόμενο να δει κανείς εκεί σπουδαίους λογοτέχνες και καλλιτέχνες της εποχής. Λέγεται ότι ο ποιητής Κώστας Βάρναλης ή ο πεζογράφος Μενέλαος Λουντέμης σύχναζαν στα ουζάκια στου Μπαϊρακτάρη παρέα με άλλους πνευματικούς ανθρώπους, αντλώντας έμπνευση από τις λαϊκές φιγούρες της αγοράς (τέτοιες ιστορίες πλανώνται στην ατμόσφαιρα, έστω κι αν δεν έχουν καταγραφεί επίσημα). Στη σύγχρονη εποχή, ο Σπύρος Μπαϊρακτάρης φρόντισε όχι μόνο να συνεχίσει αυτή την παράδοση, αλλά και να την επεκτείνει. Φιλοτέχνησε τους τοίχους του με φωτογραφίες από κάθε διάσημο που πέρασε, δημιουργώντας κάτι σαν Hall of Fame της ελληνικής κοινωνίας. Εκεί θα δείτε τον νομπελίστα ποιητή Οδυσσέα Ελύτη και τον ζωγράφο Γιάννη Τσαρούχη, που ήρθαν κάποτε να γευτούν τα κεμπάπ και έγιναν τακτικοί θαμώνες.
Θα βρείτε τον πολυαγαπημένο σκηνοθέτη-σεναριογράφο Αλέκο Σακελλάριο και τον στιχουργό Μίμη Τραϊφόρο, μορφές του παλιού ελληνικού κινηματογράφου, να ποζάρουν χαμογελαστοί δίπλα στον κύριο Σπύρο.

Θα αναγνωρίσετε λαμπερούς σταρ του θεάτρου και της τηλεόρασης: εδώ μια φωτογραφία με τον ηθοποιό Γιώργο Μιχαλακόπουλο, πιο κει ο Κώστας Καζάκος με τον γιο του, παραδίπλα η εκρηκτική Βάνα Μπάρμπα ή ο νεαρός τότε Στράτος Τζώρτζογλου. Κάθε κάδρο διηγείται και μια επίσκεψη, μια μικρή ιστορία. «Φροντίζω να φωτογραφίζομαι με τους πιο διάσημους πελάτες μου, Έλληνες και ξένους, και να διακοσμώ μ’ αυτές το εστιατόριό μου» λέει ο κ. Μπαϊρακτάρης, και πράγματι η συλλογή του είναι αξιοζήλευτη.
Δεν είναι όμως μόνο οι εγχώριοι αστέρες που τίμησαν το μαγαζί. Η διεθνής φήμη του Μπαϊρακτάρη έχει προσελκύσει και ονόματα παγκόσμιας ακτινοβολίας. Μια από τις πιο χαρακτηριστικές ιστορίες – που ο ίδιος ο Σπύρος διηγείται με λάμψη στα μάτια – είναι η επίσκεψη της διάσημης τοπ μόντελ Naomi Campbell. «Ήρθε 2-3 φορές η Ναόμι Κάμπελ. Θυμάμαι όταν ζήτησα να βγούμε μια φωτογραφία και ακούμπησα το χέρι στην πλάτη της, το δέρμα της ήταν βελούδο... και λέω: «Σπύρο, πού είσαι τώρα;»» αφηγείται γελώντας για εκείνη την απίστευτη στιγμή.
Η εικόνα του παραδοσιακού ψήστη από το Αγρίνιο να φωτογραφίζεται αγκαλιά με ένα διεθνές supermodel, και να θαυμάζει σαν παιδί το άγγιγμα της, είναι μια ακόμα απόδειξη της γοητείας που ασκεί το μέρος αυτό. Άλλη μια ιδιαίτερη στιγμή που θυμούνται οι παλαιότεροι ήταν όταν ο διάσημος Ισπανός αρχιτέκτονας Σαντιάγο Καλατράβα – ο δημιουργός των Ολυμπιακών έργων της Αθήνας – επισκέφτηκε την ταβέρνα την περίοδο των Αγώνων. Η φωτογραφία του Καλατράβα να απολαμβάνει ελληνικούς μεζέδες κάτω από τις υπογραφές στους τοίχους υπάρχει κι αυτή κορνιζαρισμένη, αποδεικνύοντας πως ακόμα και αυτοί που αλλάζουν το skyline των πόλεων δεν αντιστέκονται στη γοητεία ενός καλού ελληνικού φαγητού σε λαϊκή ταβέρνα.
Και βέβαια, από το άτυπο «αρχείο» του Μπαϊρακτάρη δεν λείπουν οι πολιτικοί ηγέτες της νεότερης Ελλάδας. Σχεδόν όλοι οι μεταπολεμικοί πρωθυπουργοί και πρόεδροι έχουν περάσει από τα τραπέζια του, είτε επίσημα είτε ανεπίσημα. Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης είχε φάει εκεί, ο Ανδρέας Παπανδρέου επίσης λέγεται ότι τίμησε το σουβλάκι του σε κάποια προεκλογική του εξόρμηση στην Αθήνα. Ο Κώστας Καραμανλής υπήρξε από τους πιο τακτικούς – άλλωστε το περίφημο γεύμα του 2004 έγινε σημείο αναφοράς. «Ο πρωθυπουργός Κώστας Καραμανλής είναι ανάμεσα στους πελάτες μου, ένας άνθρωπος γεμάτος λεβεντιά» αναφέρει με σεβασμό ο κ. Μπαϊρακτάρης, που τον έχει εξυπηρετήσει προσωπικά πολλές φορές. Στα τραπέζια του έχουν καθίσει υπουργοί, βουλευτές και δήμαρχοι, ακόμα και ξένοι ηγέτες σε ανεπίσημες επισκέψεις. Μια αστεία ανάμνηση: κάποτε, ο πρόεδρος των ΗΠΑ Τζορτζ Μπους ο νεότερος τηλεφώνησε στον Έλληνα πρωθυπουργό μέσα από το μαγαζί , ο Καραμανλής έτρωγε τότε στου Μπαϊρακτάρη και δέχτηκε κλήση στο κινητό από τον Λευκό Οίκο!

Το σκηνικό μοιάζει βγαλμένο από ταινία, αλλά είναι αληθινό και δείχνει πως ακόμη και οι μεγάλοι του κόσμου «πέρασαν» έστω και τηλεφωνικά από το κατώφλι της ταβέρνας. Όλη αυτή η αίγλη των επωνύμων δεν έχει αλλοιώσει το χαρακτήρα του Μπαϊρακτάρη , αντίθετα, έχει προσθέσει στο μύθο του. Οι τοίχοι με τα αυτόγραφα και τις φωτογραφίες λειτουργούν σχεδόν μουσειακά, θυμίζοντας στους νεότερους επισκέπτες πόσα έχει «δει» αυτό το μαγαζί. Ταυτόχρονα, η παρουσία διάσημων πελατών έχει παίξει ρόλο και στην πολιτιστική επιρροή του Μπαϊρακτάρη. Έχει εμφανιστεί σε ταξιδιωτικούς οδηγούς, σε εκπομπές μαγειρικής, σε αφιερώματα εφημερίδων ως «must» γαστρονομικός προορισμός της Αθήνας. Όταν ο διεθνής Τύπος γράφει για το ελληνικό σουβλάκι, συχνά συνοδεύει το άρθρο με φωτογραφία από το Μοναστηράκι και αναφορά στον Μπαϊρακτάρη , τόσο συνδεδεμένο είναι το όνομα με το ίδιο το έδεσμα. Πριν λίγα χρόνια, μάλιστα, σε μια εκδήλωση προβολής της ελληνικής γαστρονομίας, ο Σπύρος Μπαϊρακτάρης βραβεύτηκε για τη συμβολή του στην προώθηση της ελληνικής κουλτούρας φαγητού στο εξωτερικό.
Πολιτιστικό τοπόσημο
Για τους παλαιότερους Αθηναίους, είναι μια ζωντανή ανάμνηση της παλιάς πόλης που αντέχει. Για τους νεότερους, είναι μια ευκαιρία να γευτούν αυθεντικές γεύσεις και να νιώσουν έστω και λίγο την ατμόσφαιρα του «χθες». Για τους επισκέπτες από την επαρχία ή το εξωτερικό, είναι μύθος από μόνος του: ένα μέρος για το οποίο έχουν ακούσει ιστορίες και θέλουν να ζήσουν από κοντά. Σήμερα, αν σταθείς στην ουρά για ένα τραπέζι (ναι, συχνά υπάρχουν ουρές διάσημων και μ για να φάνε εδώ), μπορεί δίπλα σου να περιμένει ένας φοιτητής, παραδίπλα μια οικογένεια τουριστών, πιο πίσω ένας γνωστός ηθοποιός. Όλοι ίσοι μπροστά στην προσμονή του λαχταριστού σουβλακιού. Κι όταν έρθει η σειρά σου και καθίσεις, το πιθανότερο είναι πως ο ίδιος ο κ. Σπύρος θα περάσει να σε καλωσορίσει με ένα πλατύ χαμόγελο, κάνοντάς σε να νιώσεις πως δεν είσαι ένας περαστικός πελάτης, αλλά ένας ακόμη φίλος στο μεγάλο γλέντι της ζωής που στήνεται καθημερινά στο μαγαζί του. «Ήταν αλησμόνητες στιγμές, ευλογημένες μέρες, χαρούμενες» λέει με νοσταλγία ο Σπύρος Μπαϊρακτάρης για όλα όσα έζησε και ζει στη θρυλική του ταβέρνα.

Και πραγματικά, αυτός ο τρυφερός και οικείος τόνος διαπερνά κάθε γωνιά του μαγαζιού, από τις μυρωδιές της ψησταριάς μέχρι τα γελαστά πρόσωπα των θαμώνων. Ο Μπαϊρακτάρης στο Μοναστηράκι δεν είναι απλώς ένα μέρος για φαγητό, αλλά ένα ζωντανό κομμάτι της αθηναϊκής ψυχής, όπου το παρελθόν και το παρόν της πόλης αγκαλιάζονται σε κάθε μπουκιά και κάθε ανάμνηση. Και καθώς πέφτει το σούρουπο στην πλατεία και τα φώτα της ταβέρνας φωτίζουν ζεστά τις παλιές φωτογραφίες, νιώθεις πως μέσα σε αυτό το μικρό γωνιακό μαγαζί, η Αθήνα θυμάται, γεύεται και ονειρεύεται. Οι ιστορίες συνεχίζονται να γράφονται – στο επόμενο πιάτο, στο επόμενο τραγούδι, στο επόμενο γελάκι ενός παιδιού που δοκιμάζει το πρώτο του σουβλάκι. Κι ο Μπαϊρακτάρης, ο παππούς πλέον της πλατείας, είναι εκεί για να τις υποδεχτεί με ανοικτή αγκαλιά, όπως κάνει αδιάκοπα εδώ και σχεδόν ενάμιση αιώνα.
