Το σπίτι που είπε «σκασμός» στην πολυκατοικία: Η αιώνια οικία Κοκοβίκου
Στέκει ταπεινό και αθόρυβο, λες και κρύβει τα μυστικά του χρόνου πίσω από κλειστά παντζούρια, θυμίζοντας μια Αθήνα πιο ρομαντική και υπενθυμίζει ότι ακόμα και τα πιο ταπεινά κτίσματα μπορούν να αποκτήσουν ψυχή.

Στην καρδιά της παλιάς Αθήνας, στο λαβύρινθο της Πλάκας και στη σκιά της Ακρόπολης, ένα μικρό γαλάζιο σπίτι φορτωμένο με μνήμες στέκει στον αρχαιότερο δρόμο της πόλης, την οδό Τριπόδων , ταπεινό μπροστά στα μεγάλα νεοκλασικά γύρω του, μα με μια αύρα που το κάνει να ξεχωρίζει. Οι τοίχοι του έχουν ακούσει ψιθύρους σε πολλές γλώσσες, από Οθωμανούς αξιωματούχους μέχρι Αθηναίες νοικοκυρές και έχουν γίνει μάρτυρες ιστορικών γεγονότων και σκηνών του παλιού ελληνικού κινηματογράφου. Η Οικία Κοκοβίκου δεν είναι απλώς ένα ακόμα παλιό σπίτι, είναι ένας ζωντανός χαρακτήρας της πόλης, έτοιμος να αφηγηθεί τις ιστορίες του σε όποιον σταθεί για λίγο μπροστά του.

Η ιστορική οικία Κοκοβίκου, όπως φαίνεται σήμερα σε φωτογραφία του flash.gr (πάνω) και σε φωτογραφία του 1945 (κάτω).
Το διώροφο των 225 ετών
Χτισμένη γύρω στο 1800, η οικία αυτή , που για ένα διάστημα στέγασε τη στρατιωτική διοίκηση των Οθωμανών, αποτελεί ένα από τα αρχαιότερα σπίτια της Αθήνας και ένα από τα ελάχιστα που διασώζουν την παλιά λαϊκή αρχιτεκτονική της πόλης. Πρόκειται για ένα διώροφο σπιτικό με κεραμιδένια στέγη, πολλά μικρά παράθυρα και μια χαρακτηριστική εξωτερική σκάλα που οδηγεί στα επάνω δωμάτια, όλα οργανωμένα γύρω από μια λιθόστρωτη αυλή.

Η οικία Κοκοβίκου
Το 1965 η Οικία Κοκοβίκου δέθηκε άρρηκτα με τον ελληνικό κινηματογράφο, όταν ο σκηνοθέτης Γιώργος Τζαβέλλας την επέλεξε για τα γυρίσματα της ταινίας «Η δε γυνή να φοβήται τον άνδρα». Στην οθόνη, το ταπεινό αυτό σπίτι έγινε η φωλιά του Αντωνάκη και της Ελενίτσας. Μέσα στα δωμάτιά του ακούστηκε η περίφημη ατάκα «σκασμός, Αντωνάκη μου!», που σκορπά χαμόγελα μέχρι σήμερα και έμεινε για πάντα στη λαϊκή μνήμη. Για τις ανάγκες των γυρισμάτων, η ήσυχη αυλή μετατράπηκε σε ένα πολύβουο κινηματογραφικό πλατό, δίνοντας ζωή σε κάθε γωνιά του σπιτιού.
Η ταινία γνώρισε τεράστια επιτυχία και δικαίως θεωρείται μία από τις κλασικές του παλιού ελληνικού σινεμά, χαρίζοντας στο σπίτι μια άτυπη αθανασία. Στην πλοκή της ταινίας, η οικία Κοκοβίκου γκρεμίζεται για να δώσει τη θέση της σε μια νέα πολυκατοικία, ένα προφητικό σχόλιο για την ανοικοδόμηση που σάρωσε πολλά παλιά σπίτια στην Αθήνα. Ευτυχώς, η πραγματικότητα υπήρξε πιο γενναιόδωρη: το σπίτι κηρύχθηκε διατηρητέο και γλίτωσε από την κατεδάφιση.
Σύμβολο νοσταλγίας μιας άλλης Αθήνας
Σήμερα όμως παραμένει λαβωμένο από τον χρόνο: τα γαλάζια ξύλινα παντζούρια του έχουν ξεθωριάσει, η αυλή του έχει γεμίσει αγριόχορτα, και μερικές γάτες του κρατούν πλέον συντροφιά ως μοναδικοί ένοικοι. Το άλλοτε ζεστό σπιτικό παραμένει κλειστό και αναξιοποίητο. Κι όμως, συχνά κάποιος περαστικός στέκεται έξω από την καγκελόπορτα και φαντάζεται τον Αντωνάκη να ανεβαίνει ακόμα την ξύλινη σκάλα. Η Οικία Κοκοβίκου στέκει σαν μια γηραιά πρωταγωνίστρια του παλιού σινεμά , ξεχασμένη από τα φώτα, μα όχι από τις καρδιές. Οι πέτρες και τα ξύλα της κρατούν ακόμη τη ζεστασιά από τα γέλια, τις φωνές και τα δάκρυα που φιλοξένησε, τόσο στην πραγματική ζωή όσο και στη μεγάλη οθόνη.

Αν κλείσει κανείς τα μάτια του για λίγο μπροστά της, θα ακούσει από μέσα ξεθωριασμένες μελωδίες και μακρινούς διαλόγους από μια άλλη εποχή. Με τα χρόνια, το σπίτι έγινε σύμβολο νοσταλγίας για μια Αθήνα πιο ρομαντική και υπενθύμιση ότι ακόμα και τα πιο ταπεινά κτίσματα μπορούν να αποκτήσουν ψυχή μέσα από τις ιστορίες που κουβαλούν. Ίσως στο μέλλον βρεθεί το χέρι που θα το φροντίσει ξανά, χαρίζοντάς του μια νέα ζωή, ώστε η Οικία Κοκοβίκου να συνεχίσει να διηγείται την ιστορία της στις επόμενες γενιές.