Βασίλης Ζούλιας: «Η μόδα με κράτησε να μην φτάσω στο απόλυτο περιθώριο, στα σοκάκια της Ομόνοιας»
Ο σχεδιαστής μόδας μίλησε για τον εθισμό του στα ναρκωτικά, αλλά και για τη φορά που η Αλίκη του έφτιαξε πατάτες τηγανητές με αυγά.
Ο Βασίλης Ζούλιας ήταν καλεσμένος στο «EQ» της Έλενας Παπαβασιλείου στο Action 24 και μέσα από μια αληθινή κουβέντα που έκανε μαζί της μίλησε για τα ναρκωτικά, τη μόδα, τη μητέρα του, τις γυναίκες, την έλλειψη αυτοεκτίμησης, ενώ αποκάλυψε αν θα παντρευτεί και το άγνωστο περιστατικό στην κουζίνα της Βουγιουκλάκη!
Τα ναρκωτικά
Κάθε εθισμένος άνθρωπος προσπαθεί να καλύψει ένα συναισθηματικό κενό που υπάρχει μέσα του. Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου ήμουν ένα παιδί το οποίο μέσα του πόναγε, για κάποιον λόγο. Πιστεύω ότι γεννιέσαι με μία προδιάθεση να γίνεις εθισμένη προσωπικότητα και μετά οι προσλαμβάνουσες της ζωής ίσως βοηθάνε. Γιατί δεν είμαι το μόνο παιδί που είχε ένα δύσκολο μεγάλωμα με γονείς που είχαν προβλήματα και χώρισαν.
Η αγάπη μου για τη μόδα με βοήθησε. Είμαι αυτοδημιούργητος, δουλεύω από 15 ετών. Ξεκίνησα να δουλεύω τα καλοκαίρια και στα 18 άρχισα να δουλεύω κανονικά. Η μόδα με κράτησε από το να μην φτάσω στο απόλυτο περιθώριο, δηλαδή να μην είμαι στα σοκάκια της Ομόνοιας. Καμιά φορά περνάω με το αμάξι και βλέπω τους ανθρώπους που μου ζητάνε χρήματα στο φανάρι και τους κοιτάω στα μάτια γιατί λέω, κοίτα, αυτός ο άνθρωπος θα μπορούσε να είσαι εσύ. Το ότι εγώ δεν έφτασα εκεί ήταν γιατί είχα μεγάλο κίνητρο να βγάλω χρήματα να συντηρήσω τον εαυτό μου και την ασθενεία μου βεβαίως και ήταν και η αγάπη μου για τη μόδα. Ό,τι κι αν συνέβαινε, εγώ σηκωνόμουν και πήγαινα να κάνω τη φωτογράφηση, να ασχοληθώ με αυτό που αγαπούσα.
Γύρω - γύρω η ζωή μου, ας πούμε ότι κυλούσε κανονικά. Δηλαδή είχα μία δουλειά πολύ γκλάμορους στα περιοδικά, είχα ένα σπίτι στο Κολωνάκι, είχα χρήματα, αλλά μέσα μου πραγματικά δεν άντεχα αυτό που συνέβαινε.
Υπήρχε ένα συναισθηματικό και ένα πνευματικό κενό και υπήρχε ένας πόνος ο οποίος δεν εξηγείται. Η εθισμένη προσωπικότητα, που ήμουν και εγώ, κυριεύεται από έναν πόνο, ζούμε σε ένα σκοτεινό, άγριο πράγμα, που είναι ο εθισμός, και το φάρμακό μας είναι η χρήση. Θυμάμαι, όταν ήπια πρώτη φορά εκεί κοντά στην εφηβεία, είπα “Αχ, δεν χρειάζεται να πονάω πια”. Ο εθισμός είναι μια ασθένεια. Δεν ευθύνεται ο αλκοολικός και ο ναρκομάνης για αυτό που του συμβαίνει».
Η μητέρα
«Η μητέρα μου ήταν μια πολύ όμορφη κοπέλα. Γεννήθηκε στο χωριό στη Μήλο εκεί όπου όλοι έχουμε γεννηθεί, και ο πατέρας μου και η μητέρα μου και εγώ, και παντρεύτηκε σε πολύ μικρή ηλικία. Ήρθαμε στην Αθήνα, υπήρχαν προβλήματα και κάποια στιγμή αυτή η γυναίκα πήρε τη ζωή στα χέρια της και εμένα χωρίς να φοβάται τίποτα και έφυγε από αυτόν τον γάμο που δεν περνούσε πολύ καλά. Δεν έπαιρναν τότε διαζύγια και δεν έφευγαν από τους κακοποιητικούς γάμους. Είναι η γυναίκα που με στήριζε πάντα. Πέρασε πολύ δύσκολα μαζί μου. Ήταν ο μοναδικός άνθρωπος που πίστευε ότι κάποια στιγμή θα τα καταφέρω να καθαρίσω από τα ναρκωτικά. Ερχόταν στο σπίτι όταν είχα εκείνο το ατύχημα, το πήδημα στο κενό, να με προσέχει και κοιμόταν στο πάτωμα σε χαλάκι για να έχω εγώ όλο το κρεβάτι.
Είναι πολύ χαρούμενη για μένα και νομίζω έχω επανορθώσει απέναντί της για όλο τον πόνο που της έδωσα. Έχει ηρεμήσει. Τώρα απλά θέλει να παντρευτώ. Θα δούμε. Δεν ξέρουμε τι φέρνει στη ζωή».
Οι γυναίκες
«Αγαπώ τη ζεστασιά που έχει μια γυναίκα, το χαμόγελο, το βλέμμα, την κίνηση, το πώς σταυρώνει τα πόδια της, το πώς περπατάει, το πώς φέρεται. Μας δίνετε ζωή. Και έχετε πολλούς ρόλους επάνω σας: τη μητέρα, τη νοικοκυρά, τη σύντροφο… Και τα καταφέρνετε! Μπράβο. Εμείς δεν κάνουμε τίποτα. Εμάς πρέπει να μας έχετε μόνο για να σας λέμε τι ρούχα να φορέσετε. Σε αυτό είμαστε χρήσιμοι. Για όλα τα άλλα, συμβουλές πρέπει να παίρνουμε από σας».
Η αυτοεκτίμηση
«Είχα απέχθεια για τον εαυτό, πραγματική απέχθεια. Όταν ήμουν 25 χρόνων ήμουν ένα όμορφο παιδί, πολύ λεπτός, πολύ ωραίος, αλλά αισθανόμουν χοντρός, άσχημος, είχα ταλέντο, ήμουν επιτυχημένος στη δουλειά μου, ήμουν ο πρώτος άντρας στυλίστας στη δουλειά μου, παρόλα αυτά είχα χαμηλή αυτοεκτίμηση. Η διαδικασία του να αγαπήσω κάπως τον εαυτό μου ξεκίνησε όταν έμεινα καθαρός σε αυτό το πρόγραμμα απεξάρτησης. Ακριβώς την επόμενη μέρα ξεκίνησα και αγαπούσα λίγο περισσότερο τον εαυτό μου. Κι αυτό είναι κάτι που δεν τέλειωνε. Δηλαδή, πέρασαν χρόνια για να κοιτάξω τον καθρέφτη και να ικανοποιηθώ με αυτό που βλέπω. Πολλές φορές όταν πέρναγα από καθρέφτη, έκανα έτσι σαν να έβλεπα κάτι που με τρόμαζε. Έχω κλείσει πια 33 χρόνια σε αποχή. Κάθε μέρα που ξυπνάμε εμείς έχουμε 24 ώρες».
Η σχέση με την Αλίκη
«Δύο φορές με έπιασε η αστυνομία. Τη δεύτερη, που δούλευα με την Αλίκη, πήγαν δυο φίλοι μου στυλίστες μέσα στη νύχτα να της ζητήσουν βοήθεια. “Θα έρθω εγώ στο δικαστήριο” τους λέει και εκείνοι της είπαν να μην το κάνει γιατί δεν θέλουν δημοσιότητα και τότε τους είπε: “Θα στείλω δικηγόρο” και όντως πλήρωσε και μου έστειλε έναν πολύ καλό δικηγόρο, ο οποίος με έβγαλε την επομένη. Τελευταία φορά την είδα σε ένα πάρτι της Αγάπης Βαρδινογιάννη. Είχε “χτυπηθεί” από την ασθένεια, ήξερε ότι ήταν άρρωστη. Καθόταν σε ένα καναπέ, γονάτισα και της έπιασα στο χέρι, με κοιτάει και μου λέει: “Βασιλάκη, είσαι καλά, χαίρομαι που είσαι καλά. Εγώ πάλι δεν είμαι” και αυτή ήταν η τελευταία φορά που την είδα. Ήταν σκυλί αυτή η γυναίκα. Μια φορά σε ένα διαφημιστικό φορούσε μια παγιέτα. Είχε κρύο, μείον δύο, εκείνη με την παγιέτα στον δρόμο, δεν καταλάβαινε τίποτα. Ήθελε να γίνει το διαφημιστικό. Την είχα βάλει να φορέσει καουμπόικες μπότες. Τολμούσε και άκουγε.
Έχω μία ιστορία που δεν την έχω πει. Είμαι πολύ μικρός, δηλαδή κάτω από 25 χρόνων. Η Αλίκη μένει στη Στησιχόρου και κάνει το “Λίγο πιο νωρίς, λίγο πιο αργά”, το θεατρικό που είχε γνωρίσει τον Κώστα Σπυρόπουλο. Με καλούν να κάνω τα κοστούμια αυτού του έργου και έχω ραντεβού με την Αλίκη Βουγιουκλάκη. Έχω πάρει τη Νότα. Μου λέει η κυρία ξυπνάει μετά τις 12, ελάτε κατά τη 1, για να είναι έτοιμη. Φτάνω στην ώρα μου, μπαίνω μέσα στο σπίτι και βλέπω το πορτρέτο της Μανταλένας, ψαρωτικό τελείως, με το μαύρο μαντήλι. Μου λέει θα σας δει στην κρεβατοκάμαρα η κυρία Βουγιουκλάκη. Πάω μέσα και ήταν όλα σομόν: το κρεβάτι, οι κουρτίνες, τα έπιπλα, η ρόμπα και σατέν το πασούμι. Ήταν στο κρεβάτι η Αλίκη και μου λέει εδώ “Κάτσε Βασιλάκη”. Δεν θα το ξεχάσω ποτέ αυτό. Κάτσαμε, της είπα τις ιδέες μου. Ήταν πολύ ανοιχτή σε νέους ανθρώπους. Δηλαδή εμπιστεύτηκε τώρα ένα παιδάκι 23 χρόνων! Φεύγοντας, με κοιτάει από πάνω ως κάτω, ήταν και μεσημέρι πια και μου λέει: “Πεινάς, έχεις φάει, είσαι και αδύνατο, δεν τρως”. Ήμουν τότε περίπου 50 κιλά πιο κάτω. Εγώ κοκάλωσα. “Καλά, καλά” μου λέει και με πιάνει από το χέρι, με πάει στην κουζίνα και αρχίζει και μου τηγανίζει πατάτες τις οποίες έκοψε και μόνη της. “Θα σου φτιάξω πατάτες με αυγά”. Ήταν σουρεαλιστικό όλο αυτό. Και με έκατσε και με τάισε. Καρκίνος η Αλίκη, δεν υπήρχε περίπτωση να μην φας από το χέρι της».