Αποκαλυπτική έρευνα: Τι πιστεύουν Έλληνες ασθενείς για το εμβόλιο Covid- Το προφίλ των ανεμβολίαστων
Ακόμα και μετά τη νοσηλεία, Έλληνες ασθενείς αρνούνται το νέο booster λόγω φόβων για την ασφάλεια και πεποίθησης για παλιά ανοσία.
Η πανδημία Covid 19 (Κορονοϊός) ανέδειξε τον καθοριστικό ρόλο των εμβολίων στη δημόσια υγεία. Ωστόσο, καθώς η κρίση υποχώρησε, η πρόκληση μετατοπίστηκε από την αρχική αποδοχή των εμβολίων στη συμμόρφωση με τις αναμνηστικές (booster) δόσεις.
Μια πρόσφατη ελληνική επιστημονική μελέτη (PMID: 41125004), δημοσιευμένη στο έγκριτο περιοδικό Vaccine, ρίχνει φως στις στάσεις των Ελλήνων ασθενών, και συγκεκριμένα σε ένα ευάλωτο τμήμα: όσους νοσηλεύτηκαν με COVID-19 αλλά δεν είχαν λάβει την επικαιροποιημένη ενισχυτική δόση 2024-2025.
Τα ευρήματα της έρευνας αποκαλύπτουν ένα σύνθετο τοπίο διστακτικότητας, όπου η άμεση εμπειρία της σοβαρής νόσου συγκρούεται με βαθιά ριζωμένες πεποιθήσεις για την ανοσία και την ασφάλεια.
Το προφίλ των «ανεμβολίαστων» ασθενών
Η μελέτη εστίασε σε νοσηλευόμενους ασθενείς στην Ελλάδα, σε 4 νοσοκομεία που δεν είχαν λάβει το booster της περιόδου 2024-2025. Είναι σημαντικό να τονιστεί ότι η ομάδα αυτή δεν ήταν αμιγώς αντιεμβολιαστική: οι ασθενείς αυτοί είχαν λάβει κατά μέσο όρο τρεις (3) δόσεις εμβολίου στο παρελθόν. Ο μέσος χρόνος από την τελευταία δόση ήταν οι 18 μήνες.
Αυτό το στοιχείο καταδεικνύει ότι η διστακτικότητα στην Ελλάδα έχει εξελιχθεί: δεν αφορά τόσο την πλήρη άρνηση του εμβολίου, όσο την αποδοχή των επαναληπτικών δόσεων με την πάροδο του χρόνου και την εξασθένιση της αίσθησης του επείγοντος.
Οι 4 κύριοι λόγοι της άρνησης για το Booster
Οι ερευνητές κατέγραψαν τους βασικούς λόγους για τους οποίους οι νοσηλευόμενοι ασθενείς απέφυγαν το αναμνηστικό εμβόλιο του 2024-2025, παρά τον υψηλό κίνδυνο που διατρέχουν:
Πεποίθηση για επαρκή προστασία (31.1%): Ο κυρίαρχος λόγος ήταν η πεποίθηση ότι οι προηγούμενοι εμβολιασμοί ή/και η φυσική νόσηση εξασφάλιζαν ήδη επαρκή προστασία, υποτιμώντας τη σημασία της ανανέωσης της ανοσίας έναντι νέων παραλλαγών.
Χαμηλή αντίληψη κινδύνου (26.2%): Σχεδόν το ένα τέταρτο των ασθενών δήλωσε ότι δεν αντιλαμβανόταν κάποιον κίνδυνο μόλυνσης, αγνοώντας στην ουσία την επικινδυνότητα της νόσου, η οποία τους οδήγησε τελικά στο νοσοκομείο.
Αμφιβολίες για την ασφάλεια (22.3%): Σημαντικό ποσοστό εξέφρασε την ανησυχία ότι τα εμβόλια COVID-19 δεν είναι ασφαλή. Αυτή η εδραιωμένη πεποίθηση, πιθανόν τροφοδοτούμενη από παραπληροφόρηση, παραμένει ένας ισχυρός ανασταλτικός παράγοντας.
Αδιαφορία για τη σοβαρή νόσηση/νοσηλεία (19.4%): Μεγάλο μέρος των ασθενών δεν είχε την αίσθηση ότι διέτρεχε κίνδυνο για σοβαρή νόσο που θα απαιτούσε νοσηλεία.
Το παράδοξο της νοσηλείας: Σταθερή διστακτικότητα
Το κεντρικό συμπέρασμα της μελέτης είναι η διαπίστωση μιας μάλλον σταθερής διστακτικότητας απέναντι στις αναμνηστικές δόσεις, ακόμη και μεταξύ ατόμων που βρέθηκαν σε κατάσταση νοσηλείας λόγω της νόσου. Αυτό υποδηλώνει ότι για ένα μέρος του πληθυσμού, η ατομική εμπειρία της ασθένειας δεν ήταν αρκετή για να υπερνικήσει τις ήδη διαμορφωμένες λανθασμένες αντιλήψεις.
Οι ερευνητές κατέληξαν ότι οι εσφαλμένες αντιλήψεις σχετικά με την ασφάλεια, την αποτελεσματικότητα, και κυρίως τη διάρκεια της προστασίας του εμβολίου, ήταν οι καθοριστικοί παράγοντες που συνδέονταν με τη μειωμένη πιθανότητα να έχουν λάβει το booster.
Η μεταμέλεια ως κινητήριος δύναμη
Παρά τη γενική διστακτικότητα, η μελέτη ανέδειξε και μια ισχυρή ένδειξη αναθεώρησης στάσης. Σχεδόν οι μισοί ασθενείς (47.6%) δήλωσαν ότι θα προτιμούσαν να είχαν κάνει το εμβόλιο 2024-2025, εκφράζοντας, εκ των πραγμάτων, μια μορφή μεταμέλειας λόγω της τρέχουσας σοβαρής κατάστασης της υγείας τους.
Η ανάλυση έδειξε ποιες ομάδες ήταν πιο πιθανό να εκφράσουν αυτή την προτίμηση:
- Η αυξημένη ηλικία συσχετίστηκε με αυξημένη πιθανότητα προτίμησης για εμβολιασμό.
- Το ιστορικό προηγούμενης νόσησης με COVID-19 συσχετίστηκε έντονα με την προτίμηση να είχαν εμβολιαστεί (με odds ratio 10.568).
Αυτό υποδηλώνει ότι η άμεση εμπειρία της σοβαρής νόσου, είτε ως τρέχουσα νοσηλεία είτε ως προηγούμενη επιβάρυνση, λειτουργεί ως ισχυρό κίνητρο για την αναθεώρηση της στάσης, ειδικά στους μεγαλύτερους σε ηλικία.
Συμπεράσματα και επιπτώσεις στη Δημόσια Υγεία
Τα ευρήματα αυτής της έρευνας έχουν σημαντικές επιπτώσεις για τον σχεδιασμό των μελλοντικών εκστρατειών δημόσιας υγείας στην Ελλάδα:
Καταπολέμηση της παραπληροφόρησης για την ασφάλεια: Η διστακτικότητα παραμένει ισχυρή, τροφοδοτούμενη από ανησυχίες για την ασφάλεια. Απαιτείται στοχευμένη και συνεχής ενημέρωση για την αντιμετώπιση αυτών των μύθων.
Έμφαση στη διάρκεια της προστασίας: Οι εκστρατείες πρέπει να εστιάσουν στην ανάγκη λήψης των αναμνηστικών δόσεων, αντιμετωπίζοντας την κυρίαρχη πεποίθηση για μόνιμη ανοσία από παλαιότερους εμβολιασμούς ή νόσηση.
Παρέμβαση σε περιβάλλον υψηλού κινδύνου: Η νοσηλεία αποτελεί ένα «παράθυρο ευκαιρίας» για την υγειονομική εκπαίδευση. Το υψηλό ποσοστό ασθενών που εξέφρασαν μεταμέλεια υπογραμμίζει τη σημασία της ενημέρωσης των ασθενών (ιδίως των μεγαλύτερων σε ηλικία) κατά τη διάρκεια ή αμέσως μετά την ανάρρωση.
Συνολικά, η ελληνική στάση απέναντι στα εμβόλια COVID-19 χαρακτηρίζεται από μια «κούραση» και λανθασμένες εκτιμήσεις για τη διάρκεια της ανοσίας και την προσωπική επικινδυνότητα, ακόμη και ανάμεσα σε εκείνους που έχουν πληγεί σοβαρά από τη νόσο. Η αντιμετώπιση αυτών των αντιλήψεων παραμένει κρίσιμη για την προστασία του ευάλωτου πληθυσμού και την αύξηση της εμβολιαστικής κάλυψης στις αναμνηστικές δόσεις.