Άστορ Πιατσόλα: Ο βασιλιάς του tango
O Astor Piazzolla γεννήθηκε στο Μαρ ντελ Πλάτα της Αργεντινής το 1921 και ήταν το μοναδικό παιδί ιταλών μεταναστών. Το 1925 μετακόμισε με την οικογένειά του στο Γκρήνουιτς της Νέας Υόρκης, το οποίο εκείνη την περίοδο ήταν μια βίαιη γειτονιά, με συμμορίες και σκληρά εργαζόμενους μετανάστες. Εκεί έμαθε να μιλά τέσσερις ξένες γλώσσες: ισπανικά, αγγλικά, γαλλικά, ιταλικά. Στο σπίτι άκουγε τις επιτυχίες του πατέρα του στις ορχήστρες του Κάρλος Γκαρδέλ και του Jylio de Caro. Από μικρή ηλικία άκουγε τζαζ και κλασική μουσική. Ξεκίνησε να παίζει μπαντονεόν το 1929 όταν ο πατέρας του είδε ένα σε ένα παλαιοπωλείο.
Το 1930, η οικογένεια μετακόμισε στο νότιο Μανχάταν. Το 1932 ο Πιατσόλα συνέθεσε το πρώτο του τάνγκο, με τίτλο "La Catinga". Την επόμενη χρονιά έκανε μαθήματα μουσικής με τον ούγγρο πιανίστα Bela Wilda, μαθητή του Rachmaninoff ο οποίος τον δίδαξε να παίζει Μπαχ στο μπαντονεόν. Το 1934 συνάντησε τον Κάρλος Γκαρδέλ. Ο Γκαρδέλ προσκάλεσε τον νεαρό μπαντονεονίστα να τον ακολουθήσει στην περιοδεία του. Προς απογοήτευση του Πιατσόλα, ο πατέρας του αποφάσισε ότι δεν ήταν αρκετά μεγάλος. Το γεγονός ότι του απαγορεύτηκε η συμμετοχή στην περιοδεία του Γκαρδέλ αποδείχθηκε σωτήριο καθώς σε εκείνη την περιοδεία το 1935 ο Γκαρδέλ και ολόκληρη η ορχήστρα του σκοτώθηκαν σε αεροπορικό δυστύχημα.
Το 1936 επέστρεψαν οικογενειακώς στο Μαρ ντελ Πλάτα, όπου ξεκίνησε να παίζει σε ορχήστρες τάνγκο, ενώ την ίδια περίοδο ανακάλυψε στο ραδιόφωνο την μουσική του Elvino Vardaro. Η διάσταση που απέδωσε ο Vardaro στο τάνγκο έκανε μεγάλη εντύπωση στον Πιατσόλα και μερικά χρόνια αργότερα έγινε ο βιολονίστας του στην Orquesta de Cuerdas και στην First Quintet. Εμπνευσμένος από το προσωπικό στυλ του και σε ηλικία μόλις 17 ετών, ο Πιατσόλα μετακόμισε στο Μπουένος Άιρες το 1938 όπου, το επόμενο έτος, πραγματοποίησε ένα όνειρό του όταν συμμετείχε στην ορχήστρα του μπαντονεονίστα Anibal Troilo, η οποία θα γινόταν μια από τις μεγαλύτερες ορχήστρες τάνγκο εκείνης της εποχής.
Από το 1941 κέρδιζε καλά χρήματα, αρκετά για να πληρώνει τα μαθήματα μουσικής που λάμβανε από τον Αλμπέρτο Χιναστέρα, έναν σημαντικό αργεντίνο συνθέτη της κλασικής μουσικής. Ήταν ο πιανίστας Άρθουρ Ρούμπινσταϊν, τότε κάτοικος στο Μπουένος Άιρες, που τον συμβούλευσε να μαθητεύσει κοντά στον Χιναστέρα και να έρθει σε τριβή με παρτιτούρες του Στραβίνσκι, του Μπάρτοκ, του Ραβέλ και άλλων. Ο Πιατσόλα ξυπνούσε αρκετά νωρίς κάθε μέρα ώστε να παρακολουθεί την πρόβα της ορχήστρας Teatro Colón ενώ συνέχιζε το πρόγραμμά του σε κλαμπ την νύχτα. Το 1943 ξεκίνησε μαθήματα πιάνο με τον αργεντίνο πιανίστα κλασικής μουσικής Raúl Spivak, τα οποία συνέχισε για τα επόμενα πέντε χρόνια, και έγραψε τα πρώτα κλασικά έργα του. Την ίδια χρονιά παντρεύτηκε την πρώτη του γυναίκα, Dedé Wolff με την οποία απέκτησε δυο παιδιά.
Tο 1944 ο Πιατσόλα ανακοίνωσε την πρόθεσή του να φύγει από την ορχήστρα του Troilo και να γίνει μέλος της ορχήστρας του τραγουδιστή τάνγκο και μπαντονεονίστα Francisco Fiorentino. Ηγήθηκε στην ορχήστρα του Fiorentino μέχρι το 1946 και έκανε αρκετές ηχογραφήσεις μαζί του, συμπεριλαμβανομένων των δυο πρώτων instrumental τάνγκο του, La chiflada και Color de rosa.
Το 1946 δημιούργησε την προσωπική του Orquesta Típica, η οποία, παρόλο που είχε μια παρόμοια μορφή με άλλες ορχήστρες τάνγκο της εποχής, τού χάρισε την πρώτη του ευκαιρία να πειραματιστεί με την προσωπική του προσέγγιση στην ενορχήστρωση και στο μουσικό περιεχόμενο του χορού τάνγκο. Την ίδια χρονιά συνέθσε το El Desbande, το οποίο θεώρησε πως ήταν το πρώτο του επίσημο τάνγκο.
Aπό το 1950 έχως το 1954 συνέθεσε μια σειρά έργων, τα οποία ξεκίνησαν να αναπτύσσουν το μοναδικό του μουσικό ύφος: Para lucirse, Tanguango, Prepárense, Contrabajeando, Triunfal, Lo que vendrá.
Στις 16 Αυγούστου 1953, ο Πιατσόλα συμμετείχε με την κλασική σύνθεση "Συμφωνία του Μπουένος Άιρες σε Τρεις Κινήσεις" στον διαγωνισμό σύνθεσης Fabian Sevitzky. Με το πέρας της συναυλίας, διαμάχη ξέσπασε στο κοινό, το οποίο προσβλήθηκε από την είσοδο δυο μπαντονεονιστών σε μια παραδοσιακή συμφωνική ορχήστρα. Ανεξάρτητα από αυτό το γεγονός, ο Πιατσόλα κέρδισε μια υποτροφία από τη Γαλλική Κυβέρνηση για να φοιτήσει στο Παρίσι δίπλα στην γαλλίδα καθηγήτρια σύνθεσης και μαέστρο Νάντια Μπουλανζέ στο Ωδείο του Φονταινεμπλώ.
Η διορατική Μπουλανζέ άλλαξε τη ζωή του σε μια μέρα, όπως διηγείται ο ίδιος: "Όταν τη συνάντησα της έδειξα συμφωνίες και σονάτες μου με το κιλό. Άρχισε να τις διαβάζει και ξαφνικά είπε το εξής φρικτό: ‘Είναι πολύ καλογραμμένα.’ Και σταμάτησε, βάζοντας μια μεγάλη τελεία, τεράστια σαν μπάλα ποδοσφαίρου. Μετά από λίγο είπε: “Εδώ είσαι σαν τον Στραβίνσκι, σαν τον Μπάρτοκ, σαν τον Ραβέλ, αλλά ξέρεις τι; Δεν βρίσκω τον Πιατσόλα εδώ πέρα.” Κι άρχισε να διερευνά την προσωπική μου ζωή: τι έκανα, τι έπαιζα και τι δεν έπαιζα, αν ήμουν εργένης ή με κάποιον, ήταν σαν πράκτορας του FBI! Και της είπα με ντροπή ότι ήμουν μουσικός του τάγκο. Στο τέλος της είπα, “Παίζω σε ‘νυχτερινό κέντρο.’” Δεν ήθελα να πω “καμπαρέ.” Κι εκείνη απάντησε, “Νυχτερινό κέντρο, ναι, δηλαδή καμπαρέ, δεν είναι;” “Ναι,” απάντησα, και σκέφτηκα, “Θα τη χτυπήσω αυτή τη γυναίκα μ' ένα ραδιόφωνο στο κεφάλι...” Δεν ήταν εύκολο να της πει ψέματα κάποιος. Συνέχισε να ρωτάει: “Λες ότι δεν είσαι πιανίστας. Τι όργανο παίζεις τότε;” Και δεν ήθελα να της πω ότι έπαιζα μπαντονεόν γιατί σκέφτηκα ότι “Θα με ρίξει κάτω από τον τέταρτο όροφο”. Τελικά ομολόγησα και μου ζήτησε να της παίξω λίγα μέτρα από κάποιο δικό μου τανγκό. Άνοιξε ξαφνικά τα μάτια, μου άρπαξε το χέρι και είπε: “Βρε χαζέ, αυτός είναι ο Πιατσόλα!” Ύστερα πήρα όλη τη μουσική που είχα συνθέσει, δέκα χρόνια της ζωής μου, και την έστειλα στον διάολο μέσα σε δύο δευτερόλεπτα".
Επιστρέφοντας στην Αργεντινή το 1955, ο Πιατσόλα σχημάτισε την Orquesta de Cuerdas, στην οποία συμμετείχε ο τραγουδιστής Jorge Sobral, και το Οκτέτο Μπουένος Άιρες για να παίζει τάνγκο. Με δυο μπαντονεονίστες (τον Πιατσόλα και τον Λεοπόλντο Φεντερίκο), δυο βιολονίστες (τον Enrique Mario Francini και τον Hugo Baralis), ένα διπλό μπάσο (τον Juan Vasallo), ένα τσέλο (τον José Bragato), ένα πιάνο (τον Atilio Stampone) και μια ηλεκτρική κιθάρα (τον Horacio Malvicino), το Οκτέτο του προετοίμασε την παραδοσιακή orquesta típica και δημιούργησε έναν νέο ήχο παρόμοιο με την μουσική δωματίου, χωρίς την παρουσία ενός τραγουδιστή αλλά με τζαζ ήχους. Αυτό αποτέλεσε μια στροφή στην καριέρα του και στην ιστορία του τάνγκο. Η νέα προσέγγιση του Πιατσόλα στο τάνγκο, το nuevo tango, τον έκανε μια αμφιλεγόμενη παρουσία στην πατρίδα του, τόσο σε μουσικό όσο και σε πολιτικό επίπεδο. Ωστόσο, η μουσική του έλαβε θετική αποδοχή στην Ευρώπη και στην Βόρεια Αμερική ενώ οι επανεκτελέσεις του αγκαλιάστηκαν από φιλελεύθερους εκπροσώπους της αργεντίνικης κοινωνίας, οι οποίοι επιζητούσαν αλλαγές στο πολιτικό σκηνικό της χώρας παράλληλα με την μουσική επανάσταση του Πιατσόλα.
Το 1958 επέστρεψε στην Νέα Υόρκη με την οικογένειά του όπου κυνήγησε μια καριέρα μουσικού. Σε σύντομο χρονικό διάστημα δημιούργησε το δικό του συγκρότημα, το Jazz Tango Quintet, με το οποίο έκανε μόλις δυο ηχογραφήσεις καθώς οι προσπάθειές του να αναμείξει την τζαζ με το τάνγκο ήταν ανεπιτυχείς. Έμαθε τα νέα για τον θάνατο του πατέρα του τον Οκτώβριο του 1959 ενώ συμμετείχε σε συναυλία στο Πουέρτο Ρίκο και κατά την επιστροφή του στην Νέα Υόρκη λίγες ημέρες αργότερα, ζήτησε να μείνει μόνος στο διαμέρισμά του όπου σε λιγότερο από μια ώρα έγραψε το δημοφιλές τάνγκο του Adiós Nonino, προς τιμήν του πατέρα του.
Το 1963 ξεκίνησε το Nuevo Octeto και την ίδια χρονιά παρουσίασε για πρώτη φορά το Tres Tangos Sinfónicos, υπό την ορχηστρική διεύθυνση του Paul Klecky, για το οποίο έλαβε το βραβείο Hirsch. Το 1965 κυκλοφόρησε το El Tango, ένας δίσκος στον οποίο συνεργάστηκε με τον Αργεντίνο συγγραφέα Χόρχε Λουίς Μπόρχες. Το 1970 ο Πιατσόλα επέστρεψε στο Παρίσι όπου έγραψε το ορατόριο El pueblo joven το οποίο έκανε πρεμιέρα στο Saarbrücken της Γερμανίας το 1971. Στις 19 Μαΐου 1970 έδωσε μια συναυλία με το Quinteto στο Teatro Regina στο Μπουένος Άιρες, όπου έκανε πρεμιέρα η σύνθεσή του Cuatro Estaciones Porteñas.
Μετά από μια περίοδο μεγάλης παραγωγής ως συνθέτης, υπέστη έμφραγμα το 1973 και την ίδια χρονιά μετακόμισε στην Ιταλία όπου ξεκίνησε μια σειρά ηχογραφήσεων οι οποίες διήρκεσαν πέντε χρόνια. Ο μουσικός εκδότης Aldo Pagani, στέλεχος της Curci-Pagani Music, προσεφερε στον Πιατσόλα ένα 15ετές συμβόλαιο στην Ρώμη για να ηχογραφήσει ό,τι μπορούσε ο τελευταίος να γράψει. Ο δίσκος Libertango ηχογραφήθηκε στο Μιλάνο τον Μάιο του 1974.. Τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους ηχογράφησε τον δίσκο Summit (Reunión Cumbre) με τον σαξοφωνίστα Gerry Mulligan και μια ιταλική ορχήστρα. Το 1978 δημιούργησε το δεύτερο Quintet, με το οποίο έκανε περιοδεία σε όλο τον κόσμο επί 11 χρόνια.
Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας από το 1976 μέχρι το 1983, ο Πιατσόλα έζησε στην Ιταλία αλλά επέστρεψε αρκετές φορές στην Αργεντινή, ηχογράφησε εκεί, και τουλάχιστον σε μία περίπτωση γευμάτισε με τον δικτάτορα Χόρχε Ραφαέλ Βιδέλα. Το 1984 εμφανίστηκε με το Quinteto Tango Nuevo στο Δυτικό Βερολίνο της Γερμανίας και για την τηλεόραση στην Ουτρέχτη της Ολλανδίας. Το καλοκαίρι του 1985 συμμετείχε στο Almeida Theatre στο Λονδίνο για μια σειρά συναυλιών, διάρκειας μιας εβδομάδας. Στις 6 Σεπτεμβρίου 1987, το quintet του έδωσε μια συναυλία στο Central Park της Νέας Υόρκης, η οποία ηχογραφήθηκε και το 1994 κυκλοφόρησε σε ψηφιακό δίσκο με τον τίτλο The Central Park Concert.
Πέθανε στις 4 Ιουλίου 1992 στο Μπουένος Άιρες, σε ηλικία 71 ετών. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα υγείας.