Ένοχη κρίθηκε η Πολωνή που επέμενε ότι είναι η Μαντλίν Μακάν - Παρενοχλούσε την οικογένεια
Η Μαντλίν ΜακΚάν παραμένει το πιο γνωστό αγνοούμενο παιδί στον κόσμο η υπόθεση της οποίας έχει συγκλονίσει εδώ και δεκαετίες.
Ένοχη κρίθηκε από δικαστήριο στο Ηνωμένο Βασίλειο η γυναίκα που για μεγάλο χρονικό διάστημα ισχυριζόταν ότι ήταν η 5χρονη εξαφανισμένη Μαντλίν ΜακΚάν.
Η 24χρονη Τζούλια Γουάντελτ καταδικάστηκε για παρενόχληση της οικογένειας ωστόσο απαλλάχθηκε, από την κατηγορία της παρακολούθησης των γονιών της Μαντλίν.
Η Γουάντελτ, πολωνικής υπηκοότητας, γεννήθηκε τρία χρόνια μετά την εξαφάνιση της μικρής και υποστήριξε ότι υποψιαζόταν πως είχε απαχθεί και ανατραφεί από ένα ζευγάρι που δεν ήταν οι βιολογικοί της γονείς. Εκείνη την περίοδο αντιμετώπιζε σοβαρά ψυχολογικά προβλήματα και είχε πέσει θύμα κακοποίησης από έναν ηλικιωμένο συγγενή.
Ο συγγενής αυτός, όπως υποστήριξε, έμοιαζε με το σκίτσο ενός άνδρα που κάποτε θεωρήθηκε ύποπτος στην υπόθεση ΜακΚάν — κάτι που η ίδια ανακάλυψε τυχαία κατά τη διάρκεια διαδικτυακής έρευνας για αγνοούμενα παιδιά.
Η Γουάντελτ ταξίδεψε στις Ηνωμένες Πολιτείες και, σε ζωντανή τηλεοπτική εκπομπή στο Λος Άντζελες, δήλωσε στο κοινό «Πιστεύω ότι είμαι η Μαντλίν ΜακΚάν».
Η συγκατηγορούμενή της, Κάρεν Σπραγκ, 61 ετών, από το Κάρντιφ, κρίθηκε αθώα για τις κατηγορίες παρενόχλησης και συμμετοχής σε παρενόχληση.
Το χρονικό της εξαφάνισης
Η Μαντλίν ήταν σχεδόν τεσσάρων ετών όταν εξαφανίστηκε από το ενοικιαζόμενο διαμέρισμα της οικογένειάς της στην περιοχή Πράια ντα Λουζ της Πορτογαλίας, τον Μάιο του 2007.
Τη νύχτα της εξαφάνισης, οι γονείς της, Κέιτ και Τζέρι ΜακΚάν, την είχαν αφήσει να κοιμάται μαζί με τα μικρότερα δίδυμα αδέρφια της, τον Σον και την Αμέλια, ενώ εκείνοι δειπνούσαν σε κοντινό εστιατόριο με φίλους, ελέγχοντας τα παιδιά σε τακτά χρονικά διαστήματα.
Η Μαντλίν ΜακΚάν παραμένει το πιο γνωστό αγνοούμενο παιδί στον κόσμο και αποτελεί το επίκεντρο τριών διεθνών αστυνομικών ερευνών που, μέχρι σήμερα, δεν έχουν καταφέρει να εντοπίσουν κανένα ίχνος της.
Τι ισχυριζόταν η 24χρονη
Η Τζούλια Βάντελτ υποστήριξε ότι είχε ένα χαρακτηριστικό σημάδι στην ίριδα του δεξιού της ματιού, παρόμοιο με εκείνο της Μαντλίν, καθώς και ότι έμοιαζε με τις ψηφιακά επεξεργασμένες εικόνες που έδειχναν πώς θα μπορούσε να είναι η Μαντλίν ως ενήλικη.
Μέσα σε διάστημα τριών ετών, συγκέντρωσε περίπου μισό εκατομμύριο ακόλουθους στον λογαριασμό της στο Instagram, @iammadeleinemccann, και δημοσίευε συχνά τους ισχυρισμούς της και στο TikTok.
Η αστυνομία τής είχε ξεκαθαρίσει ότι δεν ήταν η Μαντλίν και της είχε απαγορεύσει να πλησιάσει την οικογένεια ΜακΚαν ωστόσο εκείνη αγνόησε την εντολή.
Η Βάντελτ εμφανίστηκε στο σπίτι των ΜακΚαν και έστελνε επανειλημμένα απειλητικές επιστολές και μηνύματα, απαιτώντας να γίνει τεστ DNA.
Οι ΜακΚαν, μαζί με τα παιδιά τους, κατέθεσαν στην δίκη που διεξήχθη στο Δικαστήριο του Λέστερ, περιγράφοντας την αναστάτωση και την αγωνία που τους προκάλεσε η εμμονική συμπεριφορά της.
Το δικαστήριο άκουσε ότι η Βάντελτ ισχυρίστηκε πως είχε «αναμνήσεις» από την απαγωγή της και τη ζωή της με την οικογένεια ΜακΚαν, οι οποίες, όπως είπε, αναδύθηκαν μέσα από συνεδρίες ύπνωσης. Μεταξύ άλλων, ανέφερε ότι θυμόταν να ταΐζει τον «αδελφό» της και να παίζει μαζί του παιδικά παιχνίδια.
Στις 13 Απριλίου του περασμένου έτους, η Βάντελτ τηλεφώνησε και έστειλε στη μητέρα της Μαντλίν, Κέιτ ΜακΚαν, περισσότερα από 60 μηνύματα μέσα σε μία μόνο ημέρα, ισχυριζόμενη ότι θυμόταν τη μητέρα να της χαϊδεύει το κεφάλι.
Όταν η Βάντελτ συνελήφθη νωρίτερα φέτος, ένα τεστ DNA απέδειξε οριστικά ότι δεν ήταν η Μαντλίν ΜακΚαν.