Εξαφανίζονται τα περίπτερα: 6.300 «λουκέτα» σε 15 χρόνια - Οι λόγοι της πτώσης και η ιστορία τους
Γιατί όλο και λιγοστεύουν πια τα αγαπημένα σημεία, όπου κάποτε μπορούσες να βρεις ό,τι τραβά η ψυχή σου.

«Είδος υπό εξαφάνιση» είναι πλέον τα περίπτερα από τους δρόμους και τις πλατείες της χώρας, με περίπου 6.300 να έχουν βάλει «λουκέτο» τα τελευταία 15 χρόνια.
Το 2010 υπήρχαν στην Ελλάδα 9.000 περίπτερα, ενώ το 2023 καταγράφηκαν μόλις 4.000.
Τους λόγους αυτής της δραματικής πτώσης εξήγησε, μιλώντας στο Action24, ο Θεόδωρος Μάλλιος, πρόεδρος της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Μισθωτών Περιπτέρων.
«Οι απανωτές κρίσεις, πρώτη ήταν η οικονομική, μετά η πανδημία, μετά η ενεργειακή κρίση», είπε ο πρόεδρος των περιπτερούχων, αποτέλεσαν τους καταλυτικούς παράγοντες για το τεράστιο κύμα «λουκέτων».
Όπως διευκρίνισε, στα περίπτερα δεν συμπεριλαμβάνονται οι αλυσίδες των μικρών καταστημάτων και ειδών ψιλικών και Τύπου που έχουν κατακλύσει τις γειτονιές. «Έχουμε μεγαλύτερο ανταγωνισμό με τις αλυσίδες των mini markets, στις οποίες συμμετέχουν και τα σούπερ μάρκετ», είπε.
«Παντού έχουν κλείσει περίπτερα, όμως ο Πειραιάς και η Θεσσαλονίκη είναι προεξάρχουσες. Έχουν χάσει το 70% των περιπτέρων που υπήρχαν πριν», σημείωσε ο κ. Μάλλιος.
Όσον αφορά το ύψος των ενοικίων, επισήμανε: «Δεν υπάρχει ενιαίο ενοίκιο. Εξαρτάται από το ποιος είναι ο περιπτεράς, αυτός που εκμεταλλεύεται το περίπτερο. Από τι σχέση έχει με τον εργαζόμενο που δουλεύει σε αυτό. Ή από το αν το χτύπησε σε πλειστηριασμό τα τελευταία χρόνια, μέχρι πού έφτασε σε κόστος για να το χτυπήσει».
«Ένα ενοίκιο μπορεί να ξεκινά από 300 ευρώ και να φτάνει μέχρι 3.000 ευρώ. Εξαρτάται από την πιάτσα, το σημείο και πόσο καλός επαγγελματίας είναι ο περιπτεράς», ανέφερε.

Η ιστορία του περιπτέρου
Η ιδέα του περιπτέρου στην Ελλάδα εμφανίστηκε στις αρχές του 20ού αιώνα. Το 1914 θεσμοθετήθηκε για πρώτη φορά η παραχώρηση αδειών περιπτέρου σε αναπήρους και θύματα πολέμου, σε μια περίοδο που η χώρα έβγαινε από συνεχείς πολεμικές συγκρούσεις και ταραχές.
Η ρύθμιση αυτή είχε κυρίως χαρακτήρα κοινωνικής πρόνοιας: οι δικαιούχοι μπορούσαν να στήνουν μικρά -ξύλινα συνήθως τότε- κιόσκια και να πουλούν εφημερίδες, περιοδικά, τσιγάρα και ορισμένα βασικά είδη πρώτης ανάγκης.
Στην Αθήνα, τα πρώτα περίπτερα στήθηκαν σε κεντρικές αρτηρίες και σημεία της πόλης. Στην πλατεία Συντάγματος, στην Πανεπιστημίου, τη Σταδίου, την Ομόνοια.
Γρήγορα όμως το περίπτερο εξαπλώθηκε στις γειτονιές και εξελίχθηκε σε σημείο εξυπηρέτησης, πληροφόρησης αλλά και εστία κοινωνικών συναναστροφών.
Τα περίπτερα ξεκίνησαν να εμφανίζονται και στα άλλα μεγάλα αστικά κέντρα της χώρας.
Η εδραίωση κατά τον Μεσοπόλεμο
Κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου, τα περίπτερα πολλαπλασιάστηκαν. Στην Αθήνα των δεκαετιών του ’20 και του ’30, με τον πληθυσμό να αυξάνεται λόγω της Μικρασιατικής Καταστροφής και της αστικοποίησης, το περίπτερο έγινε πλέον βασικό κομμάτι της καθημερινότητας.
Στην Κατοχή, οι ελλείψεις ήταν μεγάλες και τα περίπτερα υπολειτουργούσαν, όμως παρέμειναν «πιάτσα» ανταλλαγής νέων, καθώς εκεί έφταναν -έστω και αφού είχαν περάσει από λογοκρισία- οι εφημερίδες.
Η κυριαρχία του περιπτέρου
Μετά τον πόλεμο, η Αθήνα γνώρισε τεράστια ανάπτυξη και μαζί της και τα περίπτερα. Έγιναν εμβληματικά σημεία της πόλης. Στο Σύνταγμα, στην Ομόνοια, στην Πατησίων ή σε συνοικίες όπως το Παγκράτι και τα Πατήσια, το περίπτερο ήταν ένας μικρός «φωτεινός πυρήνας»:
- Πουλούσε εφημερίδες και περιοδικά, σε μια εποχή που ο Τύπος βίωνε επίσης περίοδο ακμής.
- Έδινε τσιγάρα «με το κομμάτι».
- Πρόσφερε καραμέλες, σοκολάτες, παγωτά, αναψυκτικά.
- Έδινε τη δυνατότητα τηλεφωνικής επικοινωνίας, πριν ακόμα το τηλέφωνο «μπει» σε κάθε σπίτι.
- Εξυπηρετούσε ως «24ωρο μαγαζί» πριν υπάρξει η έννοια του μίνι μάρκετ.
Η εικόνα του φωτισμένου περιπτέρου τη νύχτα έγινε χαρακτηριστική της αθηναϊκής ζωής.

Η εποχή της ανεξάντλητης ποικιλίας
Στη δεκαετία του 1980, τα περίπτερα -ειδικά στην Αθήνα και τις μεγάλες πόλεις- γνώρισαν τη μεγαλύτερή τους άνθιση: γέμισαν με προϊόντα κάθε είδους – από περιοδικά lifestyle και κόμικς μέχρι μπαταρίες, στυλό, προφυλακτικά, ακόμα και μικρά παιχνίδια. Ήταν συχνά τόσο φορτωμένα, που έμοιαζαν να κρέμονται από όλες τις πλευρές.
Κάθε γειτονιά είχε το «δικό της» περίπτερο, που λειτουργούσε ως σημείο συνάντησης και κοινωνικής ζωής.
Η αρχή της πτώσης μετά το 2000
Με την έλευση των μίνι μάρκετ και την αλλαγή των συνηθειών, τα περίπτερα άρχισαν να πιέζονται. Οι νέες φορολογικές ρυθμίσεις, οι αυξημένες τιμές των τσιγάρων και η μείωση της κυκλοφορίας των εφημερίδων οδήγησαν σε πτώση του τζίρου.
Στην Αθήνα, πολλά περίπτερα είτε μεγάλωσαν και μετατράπηκαν σε «περίπτερα-μαμούθ» είτε άρχισαν να κλείνουν.

Ο μαρασμός
Μετά το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης, χιλιάδες περίπτερα έμειναν ανενεργά. Οι αλλαγές στη νομοθεσία (π.χ. άρση του προνομίου παραχώρησης σε αναπήρους πολέμου), η άνοδος των αλυσίδων λιανικής και η σημαντική μείωση της ζήτησης για εφημερίδες-περιοδικά άλλαξαν ριζικά το τοπίο.
Σήμερα, τα περίπτερα που συνεχίζουν να λειτουργούν είναι λιγότερα και συχνά εξειδικεύονται σε συγκεκριμένα προϊόντα όπως τσιγάρα, ποτά και σνακ.
Η εξέλιξη της «άδειας» περιπτέρου
Με τον νόμο του 1911, οι άδειες περιπτέρων δόθηκαν κατ’ αποκλειστικότητα σε αναπήρους πολέμου και οικογένειές τους. Δεν πλήρωναν «ενοίκιο» με τη στενή έννοια: τους δινόταν δικαίωμα εκμετάλλευσης του περιπτέρου σε συγκεκριμένο σημείο, ως μέτρο πρόνοιας.
Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο θεσμός συνέχισε. Οι άδειες παρέμεναν «προσωπικές», και συχνά οι δικαιούχοι τις νοίκιαζαν σε τρίτους, έναντι συμφωνημένου μισθώματος. Έτσι γεννήθηκε μια «αγορά αδειών», όπου οι περιπτερούχοι (οι πραγματικοί εκμεταλλευτές) πλήρωναν τον εργαζόμενο με αναπηρία που δούλευε στο περίπτερο ή την οικογένειά του.

Το κράτος δεν εισέπραττε «ενοίκιο», αλλά οι δήμοι καθόριζαν τέλη χρήσης κοινόχρηστου χώρου (πεζοδρόμιο, πλατεία). Η κατάσταση συνέχισε περίπου σε αυτό το πλαίσιο τις επόμενες δεκαετίες.
Μετά την οικονομική κρίση του 2010, έγιναν μεγάλες αλλαγές. Καταργήθηκε η «κοινωνική πρόνοια» του θεσμού, δηλαδή η διαδικασία παραχώρησης αδειών σε αναπήρους πολέμου.
Οι άδειες πέρασαν στη διαχείριση των δήμων, που πλέον παραχωρούν θέσεις περιπτέρων με μίσθωση ή δημοπρασία. Έτσι, ο περιπτερούχος καταβάλει ενοίκιο στον δήμο, μαζί με δημοτικά τέλη.
Σήμερα, στην Αθήνα και στην περιφέρεια, για τις θέσεις των περιπτέρων αποφασίζουν οι δήμοι. Ο περιπτερούχος πληρώνει ενοίκιο στον δήμο, συνήθως μέσω δημοπρασίας για τη χρήση της θέσης. Παράλληλα, πληρώνει και τα σχετικά τέλη (ηλεκτροφωτισμός, καθαριότητα, κοινόχρηστος χώρος).
Ουσιαστικά, το περίπτερο αντιμετωπίζεται πλέον σαν κάθε άλλη μικρή επιχείρηση που καταλαμβάνει δημόσιο χώρο.
