Γιάννης Μπέζος: «Δεν μπορεί να πληρώνεις να δεις κάποιον να κάνει σαχλαμάρες»
Ο ηθοποιός μίλησε για τη σημερινή εποχή όπου καταναλώνουμε πολύ γρήγορα γιατί θέλουμε να τα δούμε όλα και να πούμε ότι τα είδαμε όλα!

«Όταν ξεκινάς αυτήν τη δουλειά, την κάνεις γιατί σε όλους τους ανθρώπους υπάρχει το στοιχείο της μεταμόρφωσης – όλοι θέλουμε να φύγουμε από τον εαυτό μας, να γίνουμε κάτι άλλο. Όταν περάσεις χρόνια σε αυτήν τη δουλειά καταλαβαίνεις πως αυτό που έχει σημασία είναι να έχεις κάτι να πεις όταν βγαίνεις στη σκηνή, και με την παρουσία σου και μέσα από τα κείμενα». Ο Γιάννης Μπέζος μίλησε στην εφημερίδα Lifo για τη ζωή, το θέατρο, την κοινωνία, τους νέους, το μέλλον, την Αθήνα που δεν θα άλλαζε με τίποτα…
«Καταναλώνουμε πολύ γρήγορα»
«Συγκρίνοντας τη δική μου εποχή με τη σημερινή βλέπω να υπάρχει είναι μεγάλη ανυπομονησία. Έχει αλλάξει όλος ο εσωτερικός χρόνος των ανθρώπων, κι αυτό το βλέπεις σε ταινίες του ’60, που είναι αλλιώς ο χρόνος, το μοντάζ.
Σήμερα περνάνε 500 πλάνα κάθε λεπτό από μπροστά σου, κάτι που δεν σε αφήνει να ταξιδέψεις, να σκεφτείς περισσότερο, να πάρεις τον χρόνο σου και να επικοινωνήσεις με αυτό που βλέπεις ή διαβάζεις. Σπρώχνουμε ανυπόμονα τον χρόνο και δεν τον εκμεταλλευόμαστε προς όφελός μας, καταναλώνουμε πολύ γρήγορα γιατί θέλουμε να τα δούμε όλα και να πούμε ότι τα είδαμε όλα».
«Έχω μεγάλη εμπιστοσύνη στους νεότερους»
«Νομίζω πως κάποια στιγμή θα ξεπεραστούν αυτά τα συμπτώματα της εποχής μας, θα δημιουργηθεί μια ανάγκη να επικοινωνήσουμε με τα μεγάλα έργα κυρίως που υπάρχουν, ανανεώνονται από μόνα τους και θα τα ανακαλύψουν και οι νέοι άνθρωποι.
Εγώ έχω μεγάλη εμπιστοσύνη στους νεότερους, σε αυτούς που τώρα είναι κάτω από τα 30, που δυσκολεύτηκαν με την οικονομική κρίση και τον κορονοϊό και αυτό τους έχει κάνει πιο απαιτητικούς και λίγο πιο ανθεκτικούς απ’ ό,τι ήταν οι παλαιότερες γενιές, κυρίως η δική μας, που ήταν πολύ πολυλογάδικη, και η επόμενη, που τα βρήκε όλα έτοιμα».

«Ούτε οι θεατές ξέρουν τι θέλουν»
«Με το άνοιγμα της ιδιωτικής τηλεόρασης γνώρισε ο κόσμος καινούργια πρόσωπα, καινούργιο λόγο στην κωμωδία και τη μυθοπλασία. Όταν ξεκίνησαν οι «Απαράδεκτοι» δεν είχαμε συγκεκριμένη πρόθεση ούτε κατανοούσαμε τι κάναμε. Γνωριζόμασταν μεταξύ μας και είπαμε να κάνουμε μια δουλειά, να περάσουμε καλά, μέχρι εκεί.
Όταν η Δήμητρα (Παπαδοπούλου) μου πρότεινε να παίξω έναν γκέι, δεν πέρασε ποτέ από το μυαλό μου μήπως ο ρόλος γίνει εμπόδιο σε μια «σοβαρή καριέρα», δεν το σκέφτηκα ποτέ, πιο πολύ είχε την έννοια του παιχνιδιού όλο αυτό. Και είχε επιτυχία γιατί έγινε τόσο απενοχοποιημένα και χωρίς πολλά-πολλά, χωρίς πολλές αναλύσεις, ήταν μια εκδοχή στον αστερισμό του χαριτωμένου.
Πρέπει να πούμε ότι αυτά τα βήματα που εκ των υστέρων τα ονομάσαμε τολμηρά, έγιναν με επιφυλάξεις από τους σταθμούς. Όταν αυτό ρίζωσε στον κόσμο και φάνηκε να το ακολουθεί, γεννήθηκε η τάση να κάνουμε τέτοια πράγματα. Πάντα υπάρχει η παγίδα, όλοι σκέφτονται τι θέλει ο κόσμος που είναι και λίγο σχετικό. Αν ρωτήσεις τους θεατές ούτε εκείνοι ξέρουν ακριβώς: θέλουν κάτι να τους κάνει συντροφιά, όχι μόνο κάτι που έχουν ζήσει, αλλά και κάτι το οποίο δεν ξέρουν. Νομίζω τη μεγάλη ευθύνη για την τηλεόραση την έχουν οι δημιουργοί και όχι οι σταθμοί».
«Το ελληνικό θέατρο είναι σε άνθηση»
«Πρέπει να πιστώσουμε στο κοινό ότι τα τελευταία χρόνια παρακολουθεί ρεπερτόριο και έργα που δεν έβλεπε παλιά και με θιάσους πολύ καλούς, και στην Αθήνα και την περιφέρεια. Βγαίνουν σε περιοδεία έργα που δεν θα τολμούσαμε ούτε να προφέρουμε σε προηγούμενες δεκαετίες.
Το κοινό, όπως έχει διαμορφωθεί σήμερα -οι νέες ηλικίες-, θέλει να δει ένα θέατρο που θα το κάνει να σκεφτεί, να ανησυχήσει περισσότερο. Το διαδίκτυο έχει κάνει αυτό το καλό, έχει ανοίξει ο πλανήτης και παρακολουθούμε τα πάντα: δεν μπορεί να καίγεται ο κόσμος, να υπάρχουν τόσα θέματα μεγάλα κι εσύ να πληρώνεις να δεις κάποιον να κάνει σαχλαμάρες. Υπάρχει και αυτό, στον χώρο της μεγάλης εξαίρεσης. Όλοι θα συμφωνήσουμε γενικά ότι το ελληνικό θέατρο είναι σε άνθηση, έχει πολύ ενδιαφέρουσες προτάσεις».
«Μεγαλώσαμε κι εμείς»
«Παλιά το κέντρο το ζούσα περισσότερο. Τέλειωνε το θέατρο, μέναμε για να μιλήσουμε, παίζαμε χαρτιά, πηγαίναμε με τα πόδια σπίτια μας. Δεν υπάρχουν αυτά σήμερα, τελειώνει η παράσταση και όλοι διαλύονται. Μεγάλωσαν οι αποστάσεις, μεγαλώσαμε κι εμείς. Σκέφτομαι ότι πηγαίναμε κάθε Σάββατο στο Φίλιον, ήμασταν μια παρέα, πλέον έχουν πεθάνει οι περισσότεροι, δεν μου κάνει κέφι να πηγαίνω – με ποιον να μιλήσω; Αλλά την Αθήνα την αγαπώ, αυτήν τη μεγάλη άναρχη πόλη με την καταπληκτική της γεωγραφία, την ακτογραμμή της και την ησυχία του προαστίου όπου μένω, με τις γειτονιές της και την ένταση του κέντρου. Νομίζω δεν θα μπορούσα να ζω αλλού».