Η Αλίκη δεν πέθανε ποτέ – Γεννήθηκε δύο φορές, για πάντα
Γιατί κάποιοι άνθρωποι δεν τελειώνουν. Απλώς αλλάζουν μορφή και φωλιάζουν για πάντα μέσα μας.

20 Ιουλίου 1934 – 23 Ιουλίου 1996. Δύο ημερομηνίες, τρεις μέρες απόσταση, εξήντα δύο χρόνια ζωής. Μια διαδρομή που άρχισε με φως και τελείωσε πάλι στο φως. Σαν να μην ήθελε η ίδια να φύγει πριν γυρίσει ξανά στον χρόνο της γέννησής της. Σαν να έκλεισε τον κύκλο της επί σκηνής, όπως μόνο οι μύθοι μπορούν να το κάνουν. Η Αλίκη Βουγιουκλάκη γεννήθηκε στις 20 Ιουλίου και έφυγε στις 23 Ιουλίου. Και όμως, για όσους τη γνώρισαν από κοντά ή μέσα από την οθόνη, η αίσθηση παραμένει μία: η Αλίκη δεν πέθανε ποτέ – γεννήθηκε δύο φορές. Μια φορά για την τέχνη. Και μια φορά για εμάς.

Το σύμβολο μιας εποχής
Δεν υπάρχει άλλος άνθρωπος στο ελληνικό θέαμα που να μπόρεσε να γίνει τόσο αγαπητός, τόσο «δικός μας», τόσο σύμβολο μιας εποχής και συνάμα τόσο διαχρονικός. Ό,τι κι αν πεις για την Αλίκη, είναι λίγο – γιατί δεν την περιγράφεις, τη θυμάσαι. Δεν την αναλύεις, την αισθάνεσαι. Είναι εκείνη η φωνή που τραγουδά «Καροτσάκι» και ξαφνικά θυμάσαι τη γιαγιά σου να γελά. Είναι εκείνο το βλέμμα στο «Η κόρη μου η σοσιαλίστρια» που κάνει ακόμα και σήμερα έναν έρωτα να μοιάζει αθώος. Είναι ο τρόπος που περπατά, που κοιτά, που σιωπά, και φτιάχνει κινηματογράφο ακόμα και όταν δεν λέει λέξη.
Η Αλίκη ήταν το χρώμα στον ασπρόμαυρο καμβά του ελληνικού κινηματογράφου. Ήταν η πρώτη που έφερε τη λάμψη της star system, χωρίς να χάσει ποτέ την ψυχή της λαϊκής κοπέλας. Κι όταν έβγαινε στο θέατρο, ο κόσμος δεν πήγαινε να δει μια παράσταση, πήγαινε να τη ζήσει. Γιατί η Αλίκη δεν ερμήνευε. Ζούσε μαζί με το κοινό, κάθε βράδυ, κάθε ατάκα, κάθε δάκρυ. Και δεν ήθελε ποτέ να την λυπούνται , μόνο να την αγαπούν. Γι’ αυτό και έδινε τα πάντα. Από ιδρώτα, κόπο και πάθος, μέχρι και την ίδια της την υγεία.
Η Αλίκη πίσω από τα φώτα
Πίσω από τα φώτα όμως υπήρχε πάντα εκείνο το μικρό κορίτσι που ήθελε να τη θαυμάζουν, γιατί κάπως έτσι ένιωθε ότι δεν είναι μόνη. Και αυτό δεν την έκανε αδύναμη. Την έκανε πιο αληθινή από όλους. Γιατί η Αλίκη δεν υποκρίθηκε ποτέ την ευτυχία, τη διεκδικούσε. Όπως διεκδικούσε ρόλους, σκηνές, ανθρώπους. Κι όταν ερωτεύτηκε, δεν το έκρυψε. Όταν πόνεσε, δεν το μοιράστηκε. Αλλά όλοι το βλέπαμε στα μάτια της, ακόμα κι όταν χαμογελούσε. Ιδίως τότε.

Το φως που έσβησε
Η Αλίκη δεν είναι απλώς ένα κεφάλαιο στην ιστορία του ελληνικού θεάματος. Είναι το ολόκληρο βιβλίο. Είναι το πρώτο φως που έπεσε σε μια σκηνή και το τελευταίο χειροκρότημα που ακόμα ακούγεται. Κι όσο υπάρχουν άνθρωποι που γελάνε με τις ατάκες της, που συγκινούνται με μια σκηνή της, που τη θυμούνται όχι μόνο σαν ηθοποιό αλλά σαν κάτι οικείο, ζεστό, παρηγορητικό, η Αλίκη θα γεννιέται ξανά.
Γιατί κάποιοι άνθρωποι δεν τελειώνουν.
Απλώς αλλάζουν μορφή και φωλιάζουν για πάντα μέσα μας.