Σκληρό πόκερ ΕΕ–ΗΠΑ για φέτα και παρμεζάνα: Στο επίκεντρο οι γεωγραφικές ενδείξεις
Η Ουάσιγκτον υποστηρίζει ότι όροι όπως «feta», «parmesan», «gorgonzola» είναι τόσο διαδεδομένοι διεθνώς, ώστε η αποκλειστική χρήση τους να ισοδυναμεί με εμπορικό προστατευτισμό.

Η αντίστροφη μέτρηση για την εκπνοή της τρίμηνης παράτασης στις εμπορικές διαπραγματεύσεις Ευρωπαϊκής Ένωσης , Ηνωμένων Πολιτειών έχει ξεκινήσει, με το θέμα των δασμών να παραμένει ανοιχτό.
Οι δύο πλευρές επιδιώκουν να αποφύγουν μια νέα κλιμάκωση σε έναν διατλαντικό εμπορικό πόλεμο. Από την πλευρά τους, οι ΗΠΑ πιέζουν για μια συμφωνία που θα τους επιτρέψει να αυξήσουν τις εξαγωγές τους προς την Ευρώπη: από υγροποιημένο φυσικό αέριο (LNG) μέχρι πολεμικό υλικό.
Ένα ιδιαίτερα κρίσιμο ζήτημα, ωστόσο, είναι η πρόσβαση των αμερικανικών αγροτικών προϊόντων στην ευρωπαϊκή αγορά – και εδώ ακριβώς εστιάζεται μια σύγκρουση γύρω από τις γεωγραφικές ενδείξεις (ΠΟΠ, ΠΓΕ κ.λπ.), με πρωταγωνιστές τη διάσημη ελληνική φέτα και την ιταλική παρμεζάνα.
ΗΠΑ vs. ΕΕ: Η διαμάχη για τις γεωγραφικές ενδείξεις
Οι γεωγραφικές ενδείξεις (Geographical Indications, GIs) είναι το σύστημα της ΕΕ που προστατεύει προϊόντα συνδεδεμένα με έναν συγκεκριμένο τόπο, παρέχοντάς τους νομική κατοχύρωση του ονόματός τους. Προϊόντα όπως το τυρί φέτα, η παρμεζάνα (Parmigiano Reggiano), το προσούτο Πάρμας, η σαμπάνια, το ροκφόρ κ.ά. φέρουν ενδείξεις όπως Προστατευόμενη Ονομασία Προέλευσης (ΠΟΠ), που σημαίνει ότι μόνο αν παράγονται στη συγκεκριμένη περιοχή και με συγκεκριμένο παραδοσιακό τρόπο μπορούν να φέρουν αυτή την ονομασία. Η πρακτική αυτή θεσπίστηκε στην ΕΕ από το 1992 και αποτέλεσε κομβικό σημείο για την ανάδειξη τοπικών προϊόντων.
Στην περίπτωση της φέτας, η ΕΕ κατοχύρωσε την ονομασία ως ΠΟΠ το 2002, παρά τις αντιδράσεις χωρών όπως η Δανία και η Γερμανία που υποστήριζαν ότι είχε καταστεί «γενική ονομασία» τυριού.
Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, όμως, το 2005 έκρινε ότι η φέτα δεν είναι γενικός όρος αλλά κατ’εξοχήν ελληνικό προϊόν και δικαιούται προστασίας.
Παρόμοια, το 2008, σε υπόθεση για την παρμεζάνα, το ίδιο δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η ονομασία «Parmesan» μπορεί στην ΕΕ να χρησιμοποιείται μόνο για το αυθεντικό ιταλικό Parmigiano Reggiano.

Παρά ταύτα, οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν αναγνωρίζουν τις περισσότερες από αυτές τις προστασίες και θεωρούν πολλούς από αυτούς τους όρους απλώς γενικές ονομασίες τροφίμων. Στην αμερικανική αγορά, τυριά τύπου φέτας ή παρμεζάνας παράγονται εγχώρια και πωλούνται με αυτές τις ονομασίες χωρίς γεωγραφικό περιορισμό.
Το Γραφείο του Εμπορικού Αντιπροσώπου των ΗΠΑ (USTR), στην ετήσια έκθεσή του «Special 301 Report» για το 2025, κατατάσσει την ευρωπαϊκή πολιτική για τις γεωγραφικές ενδείξεις ως σοβαρό εμπόδιο που «περιορίζει αθέμιτα τον ανταγωνισμό».
Στην έκθεση αυτή, η ελληνική φέτα και η ιταλική παρμεζάνα αναφέρονται ρητά ως χαρακτηριστικά παραδείγματα προϊόντων των οποίων η ονομασία προστατεύεται στην Ευρώπη, στερώντας –κατά την αμερικανική πλευρά– από τους παραγωγούς άλλων χωρών τη δυνατότητα να χρησιμοποιούν κοινές ονομασίες που το καταναλωτικό κοινό αναγνωρίζει.
«Δείξτε μου στον χάρτη πού βρίσκεται η “φέτα”!» είχε δηλώσει χαρακτηριστικά ένας Αμερικανός διαπραγματευτής, υπονοώντας ότι το όνομα δεν παραπέμπει σε συγκεκριμένη περιοχή.
Η Ουάσιγκτον επί σειρά ετών υποστηρίζει ότι όροι όπως «feta», «parmesan», «gorgonzola» είναι τόσο διαδεδομένοι διεθνώς, ώστε η αποκλειστική χρήση τους από τους Ευρωπαίους να ισοδυναμεί με εμπορικό προστατευτισμό. Σύμφωνα με το USTR, οι ευρωπαϊκοί κανόνες αναγκάζουν τους Αμερικανούς παραγωγούς να μετονομάζουν τα προϊόντα τους σε κάτι όπως «φέτα τύπου...» ή «μίμηση παρμεζάνας», γεγονός που θεωρούν κοστοβόρο και άδικο: «Ως αποτέλεσμα, οι Αμερικανοί παραγωγοί συχνά δεν μπορούν να χρησιμοποιήσουν καθόλου αυτές τις ονομασίες.
Στην καλύτερη περίπτωση, μπορούν μόνο να διαθέσουν τα προϊόντα τους με ετικέτες όπως «τύπου Fontina», «στυλ Gorgonzola» ή «απομίμηση Feta». Αυτό είναι δαπανηρό, περιττό και μπορεί να μειώσει τη ζήτηση από τους καταναλωτές» τονίζει η έκθεση.
Επιπλέον, η αμερικανική πλευρά επισημαίνει ότι οι ευρωπαϊκοί κανόνες για τις ΓΕ συχνά εμποδίζουν την καταχώριση εμπορικών σημάτων εταιρειών των ΗΠΑ και δημιουργούν εμπόδια στην κυκλοφορία προϊόντων με κοινές ονομασίες. Δεν είναι τυχαίο ότι η αμερικανική βιομηχανία γαλακτοκομικών και τροφίμων έχει συστήσει ήδη από το 2012 μια οργάνωση με το όνομα Consortium for Common Food Names (CCFN), με σκοπό να αντιμετωπίσει «την σφετερισμό των κοινών ονομασιών τροφίμων από την Ευρώπη»
Ο Τζέιμι Καστανέντα, επικεφαλής του CCFN, υποστηρίζει ότι «δεν είναι κακές οι γεωγραφικές ενδείξεις καθ’εαυτές, αλλά πρέπει να ξεχωρίσουμε τι είναι πραγματική ένδειξη προέλευσης και τι απλώς μέθοδος παραγωγής. Οι περισσότεροι καταναλωτές συνδέουν τη φέτα με την Ελλάδα, όμως εξίσου πολλοί συνδέουν το τσένταρ με την Αγγλία – κι όμως το τσένταρ δεν χρειάζεται να παράγεται εκεί»
Το σίγουρο είναι πως οι αμερικανικές βιομηχανίες φοβούνται ότι αν υποχρεωθούν να αλλάξουν ονομασίες σε καθιερωμένα προϊόντα τους, θα υποστούν ζημιές δισεκατομμυρίων δολαρίων σε χαμένες πωλήσεις.

Η ευρωπαϊκή θέση και ο ρόλος της Ελλάδας
Απέναντι σε αυτές τις πιέσεις, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή τηρεί σκληρή στάση: θεωρεί τις γεωγραφικές ενδείξεις πυλώνα της αγροτικής οικονομίας και της πολιτιστικής κληρονομιάς της Ευρώπης. Ευρωπαίοι αξιωματούχοι επισημαίνουν ότι οι ονομασίες αυτές αντιστοιχούν σε προϊόντα με συγκεκριμένη ποιότητα και φήμη, συνδεδεμένα ιστορικά με τις περιοχές τους, και ότι η προστασία τους είναι ανάλογη με την προστασία εμπορικών σημάτων ή πνευματικής ιδιοκτησίας. Δεν πρόκειται –όπως λένε– απλώς για «ονομασίες», αλλά για οικονομικά αγαθά μεγάλης αξίας: σύμφωνα με μελέτες, τα προϊόντα με πιστοποίηση ΠΟΠ/ΠΓΕ πραγματοποιούν συνολικές πωλήσεις ύψους περίπου €75 δισ. ετησίως, εκ των οποίων πάνω από το 20% αφορά εξαγωγές εκτός ΕΕ. Πρόκειται για τομείς (τυριά, κρασιά, αλλαντικά, ποτά κ.ά.) όπου η Ευρώπη πρωταγωνιστεί διεθνώς, αξιοποιώντας το brand της ποιότητας και παράδοσης.
Για παράδειγμα, η Γαλλία εξάγει σαμπάνια και κονιάκ, η Ιταλία παρμεζάνα και προσούτο, η Ελλάδα φέτα και ελαιόλαδο, η Ισπανία jamón ibérico – προϊόντα με υψηλή προστιθέμενη αξία, που αποφέρουν εισόδημα στους παραγωγούς και τις τοπικές κοινωνίες.
Η Ελλάδα ειδικά βρίσκεται στην πρώτη γραμμή υπεράσπισης αυτού του συστήματος, καθώς διαθέτει πλήθος κατοχυρωμένων ονομασιών (φέτα, ελαιόλαδα, ελιές Καλαμάτας, ούζο, μαστίχα Χίου κ.ά.). Το ελληνικό τυρί φέτα αποτελεί ίσως το πιο εμβληματικό παράδειγμα: η χώρα μας έδωσε μακροχρόνιους αγώνες τόσο εντός Ευρώπης όσο και διεθνώς για να αναγνωριστεί η «ελληνικότητα» της φέτας. Μετά την κρίσιμη απόφαση του 2005 που επιβεβαίωσε το καθεστώς ΠΟΠ, η Ελλάδα έχει εμπλακεί σε συνεχείς προσπάθειες επιβολής του – μάλιστα πρόσφατα, το 2022, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο καταδίκασε τη Δανία διότι επέτρεπε παράνομα σε δανέζικες εταιρείες να εξάγουν λευκό τυρί ως «φέτα» σε τρίτες χώρες.
Οι εξαγωγές στο επίκεντρο
Αξίζει να σημειωθεί ότι η Ελλάδα εξάγει φέτα όχι μόνο εντός ΕΕ, αλλά και σε αγορές όλου του κόσμου, από τη Βόρεια Αμερική μέχρι την Ασία. Κάθε υποχώρηση στο ζήτημα της ονομασίας θα έπληττε ευθέως αυτόν τον δυναμικό κλάδο.
Οι ΗΠΑ σε αγροτικά θέματα – όμως στο θέμα των ονομασιών, δύσκολα θα δεχτεί η ΕΕ συμβιβασμούς που θα θεωρηθούν ήττα στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες. Η Αθήνα ήδη έχει καταστήσει σαφές ότι δεν προτίθεται να συναινέσει σε οποιαδήποτε συμφωνία που θα υπονομεύει την ελληνική φέτα, ενώ και η Ρώμη στηρίζει σθεναρά την προάσπιση της παρμεζάνας. Με τον χρόνο να λιγοστεύει, οι επιλογές στενεύουν: είτε θα βρεθεί μια φόρμουλα που θα ικανοποιεί εν μέρει και τις δύο πλευρές, είτε η διαμάχη θα παραπεμφθεί για το μέλλον, με κίνδυνο να επιβληθούν προσωρινά μέτρα (όπως οι δασμοί) στο μεσοδιάστημα.
Αναλυτές εκτιμούν ότι πιθανότατα θα δούμε ένα «συμβιβασμό της τελευταίας στιγμής». Αυτός μπορεί να πάρει τη μορφή μιας γενικής διατύπωσης στο ανακοινωθέν των διαπραγματεύσεων ότι «οι δύο πλευρές θα συνεχίσουν τις συνομιλίες για τις γεωγραφικές ενδείξεις σε ξεχωριστό πλαίσιο», ώστε να αποφορτιστεί η παρούσα διαπραγμάτευση και να αποφευχθούν οι άμεσες κυρώσεις. Σε κάθε περίπτωση, το παράδειγμα της φέτας και της παρμεζάνας δείχνει πώς ακόμα και ένα φαινομενικά απλό τρόφιμο μπορεί να εξελιχθεί σε αγκάθι διεθνούς εμπορικής πολιτικής. Οι επόμενες εβδομάδες θα δείξουν αν τελικά θα βρεθεί λύση ή αν ο «πόλεμος της φέτας» θα συνεχιστεί στο διηνεκές, επηρεάζοντας ευρύτερα τις σχέσεις ΕΕ–ΗΠΑ και το παγκόσμιο εμπόριο τροφίμων.