Συγκλονίζει η Κιμ Καρντάσιαν στη δίκη για τη ληστεία στο Παρίσι: «Πίστευα ότι θα σκοτώσουν»
«Ήμουν βέβαιη ότι εκείνη τη στιγμή θα με βίαζε», κατέθεσε την Τρίτη σε δικαστήριο του Παρισιού. «Ήμουν απολύτως πεπεισμένη ότι θα πέθαινα».

Στο Παρίσι βρίσκεται η τηλεπερσόνα και influencer Κιμ Καρντάσιαν για να καταθέσει στη δίκη που πραγματοποιείται για την ληστεία το 2016 και είχε θύμα την ίδια.
Η Κιμ Καρντάσιαν ψιθύρισε μια προσευχή για την αδελφή της, την καλύτερή της φίλη, την οικογένειά της, καθώς ένας άνδρας με καλυμμένο πρόσωπο την τραβούσε προς το μέρος του μέσα σε ένα δωμάτιο ξενοδοχείου στο Παρίσι, κατά τη διάρκεια της ληστείας το 2016, ένα γεγονός που άλλαξε τη ζωή της. Φορούσε μόνο ένα μπουρνούζι. Τα χέρια της ήταν δεμένα. Το στόμα της ήταν καλυμμένο με ταινία. Πίστεψε πως δεν θα επιβιώσει.
«Ήμουν βέβαιη ότι εκείνη τη στιγμή θα με βίαζε», κατέθεσε την Τρίτη σε δικαστήριο του Παρισιού. «Ήμουν απολύτως πεπεισμένη ότι θα πέθαινα».

Όταν εκείνο το βράδυ άκουσε βήματα να αντηχούν δυνατά στις σκάλες, η Καρντάσιαν σκέφτηκε αρχικά ότι ήταν η αδελφή της, Κόρτνεϊ, και μια φίλη της που επέστρεφαν από βραδινή έξοδο. Ο θόρυβος δυνάμωνε. «Γεια; Γεια; Ποιος είναι;» φώναξε. Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα, η πόρτα της άνοιξε απότομα.
«Έχω μωρά»
Ικέτεψε τους ληστές: «Έχω μωρά», τους είπε. Ένας από αυτούς της απάντησε πως θα ήταν εντάξει, αρκεί να κρατούσε το στόμα της κλειστό.
Η τελευταία φορά που η Καρντάσιαν είδε τους άνδρες που, σύμφωνα με την αστυνομία, τη λήστεψαν, ήταν όταν την κρατούσαν υπό την απειλή όπλου, δεμένη και κλειδωμένη σε ένα μαρμάρινο μπάνιο, ενώ εκείνοι έκλεβαν κοσμήματα αξίας άνω των 6 εκατομμυρίων δολαρίων. Την Τρίτη, σχεδόν μια δεκαετία αργότερα, τους αντιμετώπισε ξανά από το εδώλιο του μάρτυρα.

Η κατάθεσή της αποτέλεσε την πιο φορτισμένη συναισθηματικά στιγμή μιας δίκης που έχει καθηλώσει τη Γαλλία και έχει αναζωπυρώσει τις παγκόσμιες συζητήσεις για το τίμημα της διασημότητας και το τι σημαίνει να ζεις και να κινδυνεύεις να πεθάνεις δημόσια.
Την εποχή της ληστείας, η Καρντάσιαν ήταν μία από τις πιο αναγνωρίσιμες γυναίκες στον πλανήτη. Ένα fashion icon. Μια σταρ ριάλιτι. Μια δισεκατομμυριούχος επιχειρηματίας. Είχε κατακτήσει μια νέα μορφή διασημότητας, αυτή που μεταδίδεται σε πραγματικό χρόνο σε εκατομμύρια ακόλουθους.
Όμως τις πρώτες πρωινές ώρες της 3ης Οκτωβρίου 2016, αυτή η προβολή μετατράπηκε σε όπλο εναντίον της. Η ληστεία αποτέλεσε σημείο καμπής τόσο για την Καρντάσιαν όσο και για τον τρόπο με τον οποίο ο κόσμος αντιλαμβάνεται την ευαλωτότητα στην ψηφιακή εποχή.
Ντυμένη στα μαύρα στο δικαστήριο
Ντυμένη στα μαύρα, η Καρντάσιαν στάθηκε την Τρίτη απέναντι από τη μητέρα της, Κρις Τζένερ, στην αυστηρά φυλασσόμενη αίθουσα του δικαστηρίου. Η φωνή της έτρεμε καθώς ευχαριστούσε τις γαλλικές αρχές «που μου επέτρεψαν να μοιραστώ τη δική μου αλήθεια».
Περιέγραψε πώς οι δράστες έφτασαν στο ξενοδοχείο μεταμφιεσμένοι σε αστυνομικούς, σέρνοντας τον ρεσεψιονίστ στις σκάλες με χειροπέδες. «Νόμιζα ότι πρόκειται για κάποια τρομοκρατική επίθεση», είπε.
Της έδεσαν τα χέρια, την έσυραν προς τη μπανιέρα και της κόλλησαν ένα όπλο στον κρόταφο. Ένας από αυτούς έδειξε προς το διαμαντένιο δαχτυλίδι της. «Είπε “Ring! Ring!” και έδειξε το χέρι του», θυμήθηκε.

«Η συμμορία των παππούδων»
Σύμφωνα με τους Γάλλους εισαγγελείς, οι δράστες, οι περισσότεροι στην έκτη και έβδομη δεκαετία της ζωής τους, ανήκαν σε ένα έμπειρο εγκληματικό κύκλωμα, το οποίο παρακολουθούσε τις κινήσεις της Καρντάσιαν μέσω των αναρτήσεών της στο Instagram. Δύο από τους κατηγορούμενους έχουν παραδεχτεί ότι ήταν παρόντες στο σημείο. Ο ένας ισχυρίζεται ότι δεν ήξερε ποια ήταν.
Αρχικά, είχαν ασκηθεί διώξεις σε δώδεκα υπόπτους. Ένας έχει πεθάνει έκτοτε. Ένας άλλος απαλλάχθηκε λόγω ασθένειας. Ο γαλλικός Τύπος βάφτισε τη συμμορία les papys braqueurs, «η συμμορία των παππούδων», όμως οι εισαγγελείς επιμένουν ότι δεν επρόκειτο για ακίνδυνους συνταξιούχους.
Η Καρντάσιαν, η οποία στο παρελθόν μοιραζόταν σχεδόν κάθε στιγμή της ζωής της στο διαδίκτυο, παραδέχτηκε αργότερα τους κινδύνους αυτής της υπερπροβολής. «Ο κόσμος με παρακολουθούσε», είχε πει σε συνέντευξή της το 2021. «Ήξεραν τι είχα. Ήξεραν πού ήμουν».

Νωρίτερα στη δίκη, η παιδική φίλη και τότε στυλίστριά της, Σιμόν Χαρούς, κατέθεσε ότι κοιμόταν στον κάτω όροφο όταν ξεκίνησε η ληστεία. Άκουσε τη φωνή της Καρντάσιαν: «Έχω μωρά και πρέπει να ζήσω». Αυτό συνέχισε να επαναλαμβάνει: «Πάρτε τα όλα. Πρέπει να ζήσω».
Η Καρντάσιαν, είπε, «ούρλιαζε με τρόμο στη φωνή της».
Η Χαρούς κλειδώθηκε στο μπάνιο και έστειλε μήνυμα στην Κόρτνεϊ Καρντάσιαν και στον σωματοφύλακα: «Κάτι δεν πάει καθόλου καλά». Αργότερα, άκουσε την Καρντάσιαν να κατεβαίνει τις σκάλες πηδώντας, με τους αστραγάλους της ακόμα δεμένους. «Ήταν εκτός εαυτού», είπε η Χαρούς. «Ούρλιαζε ασταμάτητα».
Κατέθεσε πως η ληστεία άλλαξε «για πάντα» την αίσθηση ελευθερίας που είχε η φίλη της. «Τώρα έχει έναν εντελώς διαφορετικό τρόπο ζωής», είπε. «Όσον αφορά την ασφάλεια, δεν μπορεί να πηγαίνει πουθενά μόνη της — και δεν πηγαίνει. Το να χάνεις την αίσθηση της ελευθερίας σου... είναι φρικτό».
«Μισούσα να βγαίνω έξω»
Ο δικαστής Νταβίντ ντε Πας ρώτησε αν η Καρντάσιαν είχε κάνει τον εαυτό της στόχο δημοσιεύοντας φωτογραφίες με «κοσμήματα μεγάλης αξίας». Η Χαρούς απέρριψε κατηγορηματικά τον υπαινιγμό. «Το γεγονός ότι μια γυναίκα φοράει κοσμήματα δεν σημαίνει ότι γίνεται στόχος», απάντησε. «Είναι σαν να λέμε ότι, αν μια γυναίκα φοράει κοντή φούστα, τότε αξίζει να τη βιάσουν».
Τις ημέρες μετά τη ληστεία, επικριτές όπως ο σχεδιαστής Καρλ Λάγκερφελντ αναρωτήθηκαν αν η Καρντάσιαν είχε μοιραστεί υπερβολικά πολλά. Όμως καθώς οι λεπτομέρειες άρχισαν να βγαίνουν στο φως, το κοινό άρχισε να αλλάζει στάση.
Μετά τη ληστεία, η Καρντάσιαν αποσύρθηκε από τη δημόσια ζωή. Ανέπτυξε άγχος και συμπτώματα αγοραφοβίας. «Μισούσα να βγαίνω έξω», είπε. «Δεν ήθελα να ξέρει κανείς πού βρίσκομαι… Είχα τρομερό άγχος».
Οι δικηγόροι της λένε ότι νιώθει «ιδιαίτερα ευγνώμων» στις γαλλικές αρχές — και έτοιμη να αντιμετωπίσει εκείνους που της επιτέθηκαν.