Το πουρμπουάρ στην Ελλάδα της ακρίβειας – Πόσα χρήματα αφήνουμε στο τραπέζι μας;
Ανάμεσα στην ευγνωμοσύνη και την ενοχή, οι Έλληνες συνεχίζουν να αφήνουν πουρμπουάρ, ακόμα κι όταν η ακρίβεια «δαγκώνει». Τι αποκαλύπτει μια νέα έρευνα για αυτή τη συνήθεια;
Πόσες φορές έχουμε βρεθεί στο δίλημμα στο τέλος ενός γεύματος ή μιας διαδρομής με ταξί: «Να αφήσω κάτι; Και πόσο;». Το πουρμπουάρ, μια συνήθεια που άλλοτε θεωρείται ευγένεια κι άλλοτε κοινωνική υποχρέωση, αποδεικνύεται ότι κρύβει βαθύτερα ψυχολογικά και κοινωνικά κίνητρα από ό,τι νομίζουμε.
Μια πρόσφατη μελέτη από το Πανεπιστήμιο του Τελ Αβίβ και το Dartmouth College αποκάλυψε ότι δύο είναι οι κύριοι λόγοι που οδηγούν τους ανθρώπους να αφήνουν φιλοδώρημα: η ειλικρινής ευγνωμοσύνη για την εξυπηρέτηση και η κοινωνική συμμόρφωση, η ανάγκη να κάνουμε ό,τι κάνουν και οι άλλοι.
Ευγνωμοσύνη ή κοινωνική πίεση
Όπως εξηγεί ο δρ Ραν Σνίτκοφσκι, επικεφαλής της έρευνας, «το φαινόμενο του tipping δεν εξηγείται με τα κλασικά οικονομικά μοντέλα. Αν λειτουργούσαμε αποκλειστικά με βάση το προσωπικό μας συμφέρον, δεν θα υπήρχε λόγος να δίνουμε φιλοδώρημα μετά την παροχή της υπηρεσίας».
Με άλλα λόγια, δεν υπάρχει «αντάλλαγμα», και παρ’ όλα αυτά, οι περισσότεροι το κάνουμε. Άλλοι για να δείξουν ότι εκτιμούν τον επαγγελματισμό, άλλοι απλώς για να μη θεωρηθούν «τσιγκούνηδες». Αυτή η κοινωνική πίεση, μάλιστα, φαίνεται πως έχει οδηγήσει σε σταδιακή αύξηση των ποσών που αφήνουν οι πελάτες, ιδίως σε χώρες όπου το tipping είναι βαθιά ριζωμένο, όπως οι ΗΠΑ.
Το φαινόμενο στην Ελλάδα
Στην Ελλάδα, όπου το πουρμπουάρ δεν είναι υποχρεωτικό αλλά συχνά «αναμενόμενο», το θέμα γίνεται ακόμα πιο ενδιαφέρον. Πόσες φορές έχουμε δει λογαριασμούς με τη φράση «service not included»; Ή έχουμε παρατηρήσει ότι το POS έχει έτοιμες επιλογές φιλοδωρήματος 5%, 10%, 15%;
Σε μια εποχή όπου η ακρίβεια πιέζει τους πάντες, οι εργαζόμενοι στην εστίαση και τον τουρισμό εξακολουθούν να βασίζονται στα tips για να συμπληρώσουν το εισόδημά τους. Το καλοκαίρι του 2024, σύμφωνα με εκτιμήσεις του Ξενοδοχειακού Επιμελητηρίου, πάνω από το 30% του μηνιαίου εισοδήματος σερβιτόρων και baristas προέρχεται από φιλοδωρήματα, ειδικά στα νησιά.
Όταν το «ευχαριστώ» γίνεται ανισότητα
Η έρευνα δείχνει επίσης μια πιο σκοτεινή πλευρά: τα φιλοδωρήματα συχνά ενισχύουν τις κοινωνικές ανισότητες. Όπως αναφέρει ο δρ Σνίτκοφσκι, «οι “ευγνώμονες” πελάτες ανεβάζουν τον πήχη, και οι “συμμορφωμένοι” τους ακολουθούν. Το αποτέλεσμα είναι ότι το μέσο ποσοστό φιλοδωρήματος αυξάνεται με τα χρόνια».
Στην Ελλάδα, αυτό μεταφράζεται σε μια άτυπη κοινωνική σύμβαση, όποιος δεν αφήνει πουρμπουάρ, θεωρείται αγενής, ακόμα κι αν η υπηρεσία ήταν μέτρια. Από την άλλη, για τους εργαζομένους, το tipping αποτελεί πολλές φορές ζήτημα επιβίωσης, αφού οι βασικοί μισθοί στον χώρο του επισιτισμού παραμένουν χαμηλοί.
Κίνητρο ή ψευδαίσθηση;
Το ερώτημα που μένει είναι αν το φιλοδώρημα πράγματι βελτιώνει την εξυπηρέτηση. Τα δεδομένα δείχνουν πως, αν και το tipping μπορεί να λειτουργήσει ως ενθάρρυνση, δεν είναι ο ισχυρός μοχλός που φανταζόμαστε. Αν ο πελάτης πρόκειται έτσι κι αλλιώς να αφήσει το «τυπικό» ποσό, γιατί να καταβάλει ο σερβιτόρος περισσότερη προσπάθεια;
Ο ίδιος ο Σνίτκοφσκι, μάλιστα, δηλώνει ότι δεν του αρέσει το tipping. «Βάζει τους πελάτες σε δύσκολη θέση και, σύμφωνα με μελέτες, μπορεί να ενισχύσει ακόμη και σεξιστικές ή ρατσιστικές συμπεριφορές — καθώς οι άνθρωποι τείνουν να δίνουν περισσότερα σε όσους τους μοιάζουν».
Και τώρα;
Ίσως τελικά το φιλοδώρημα να μην είναι απλώς μια πράξη ευγένειας, αλλά ένας καθρέφτης της κοινωνικής μας συνείδησης, και της ανάγκης μας να ανήκουμε. Σε μια Ελλάδα που στηρίζεται όλο και περισσότερο στον τουρισμό και τις υπηρεσίες, το ερώτημα παραμένει: Πληρώνουμε για να πούμε «ευχαριστώ» ή για να μη φαινόμαστε «διαφορετικοί»;