Εδώ και σχεδόν δυόμιση χρόνια, ο χώρος της ανανεωτικής Αριστεράς στην Ελλάδα, που έφτασε να γίνει «κυβερνώσα» το 2015, βρίσκεται σε παρατεταμένη κρίση. Η διπλή εκλογική ήττα του 2023, η παραίτηση του Αλέξη Τσίπρα από την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, η απαξίωση που ακολούθησε της εκλογής Κασσελάκη και οι δύο διασπάσεις που ακολούθησαν, έφεραν τον πολιτικό αυτό χώρο στο να παλεύει για την επιβίωση του.
Η αλήθεια, όμως, είναι ότι το συγκεκριμένο ρεύμα στη χώρα μας, από το 1968 που έκανε την εμφάνιση του, πάντα αντιμετώπιζε εσωτερικές δυσκολίες, που εκφράζονταν με διασπάσεις και έντονες συγκρούσεις. Όταν τα πάθη υποχωρούσαν, τότε ανασυγκροτούνταν, μετεξελίσσονταν υιοθετώντας διαφορετικά ονόματα και σύμβολα, προσαρμόζοντας τη δράση του στις συνθήκες της εποχής.
Επομένως, βάσει της ιστορικής πείρας, δεν θα προκαλέσει καμία εντύπωση αν ένα μεγάλο τμήμα του πολιτικού προσωπικού που βρίσκονται σήμερα στον ΣΥΡΙΖΑ, τη Νέα Αριστερά, ενδεχομένως και στο ΠΑΣΟΚ, βρεθεί ξανά κάτω από την ίδια «στέγη», στο νέο κόμμα του Αλέξη Τσίπρα.
Από το «ΚΚΕ Εσωτερικού»...
Το 1968, ήταν χρονιά που συντάραξε το ελληνικό κομμουνιστικό κίνημα. Μέσα σε συνθήκες 20ετούς παρανομίας, εν μέσω δικτατορίας και με το μεγαλύτερο τμήμα του στελεχιακού δυναμικού του και δεκάδων χιλιάδων μελών του να βρίσκονται πολιτικοί πρόσφυγες στις τότε Λαϊκές Δημοκρατίες ή εξόριστοι στα ξερονήσια, το ΚΚΕ θα διασπαστεί στη 12η Πλατιά Ολομέλεια της Κεντρικής Επιτροπής.
Κάπως έτσι, θα δημιουργηθεί το «ΚΚΕ Εσωτερικού». Το όνομα που υιοθέτησε το νέο κόμμα, προκάλεσε την οργή χιλιάδων λαϊκών αγωνιστών. Κακά τα ψέματα, άφηνε να εννοηθεί ότι εφόσον εκείνοι ήταν του «Εσωτερικού», το ΚΚΕ ήταν του «Εξωτερικού» - δηλαδή την κατηγορία του «ξένου πράκτορα» που έστειλε στα εκτελεστικά αποσπάσματα χιλιάδες μέλη του και μαχητές του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας.
Τα μέλη και η νεολαία του «ΚΚΕ Εσωτερικού» θα αναπτύξουν πλούσια αντιδικτατορική δράση, όμως η ηγεσία του θα στιγματιστεί από τη θετική προσέγγιση στη «φιλελευθεροποίηση» της χούντας.
Μετά τη μεταπολίτευση, επεδίωξε τις εκλογικές συνεργασίες. Το 1974, μετείχε στον βραχύβιο εκλογικό συνδυασμό της «Ενωμένης Αριστεράς» και το 1977 στη «Συμμαχία Αριστερών Δυνάμεων». Επομένως, στο DNA του ευρύτερη χώρου, υπάρχει η κουλτούρα των συνεργασιών.
Όπως και των διασπάσεων, αφού η πρώτη μεγάλη θα σημειωθεί στη νεολαία του, την ΕΚΟΝ «Ρήγας Φεραίος», το 1978. Στο κόμμα, η ρήξη, ήρθε το 1986, όταν διασπάστηκε με αφορμή το όνομα και τα σύμβολα. Η «αποκομμουνιστικοποίηση» του κόμματος με την αλλαγή του ονόματος σε Ελληνική Αριστερά (ΕΑΡ), οδήγησε τη μειοψηφία στην αποχώρηση και στη συγκρότηση του ΚΚΕ Εσωτερικού – Ανανεωτική Αριστερά, που μετεξελίχθηκε στην ΑΚΟΑ.
Στον ΣΥΝ...
Η αλλαγή του ονόματος, μπορεί να οδήγησε στη διάσπαση, όμως άμβλυνε τις αντιθέσεις με το ΚΚΕ. Αρκετοί το θεωρούν ως ένα πρώτο βήμα για τη συγκρότηση της συμμαχίας του «Συνασπισμού της Αριστεράς και της Προόδου», το 1989.
Η συμμαχία αυτή έκλεισε τον κύκλο της το 1991. Η κρίση στο ΚΚΕ, οδήγησε τη λεγόμενη «ανανεωτική πτέρυγα» στην έξοδο από τον Περισσό. Τα πρόσωπα αυτά, μαζί με την ΕΑΡ και προσωπικότητες όπως ο Νίκος Κωνσταντόπουλος, συγκρότησαν τον Συνασπισμό ως ενιαίο κόμμα.
Στις εκλογές του 2004, έκανε για πρώτη φορά την εμφάνιση του ο ΣΥΡΙΖΑ, ως εκλογικός συνασπισμός στον οποίο συμμετείχε ο Συνασπισμός και οι πολυσυζητημένες -έκτοτε- συνιστώσες (ΚΟΕ, ΔΕΑ, ΚΕΔΑ, Ενεργοί Πολίτες του Μανώλη Γλέζου). Σε αυτές άνηκε και η ΑΚΟΑ.
Ο «πυρήνας» του «ΚΚΕ Εσωτερικού», ξαναβρέθηκε 18 χρόνια μετά, στο εγχείρημα του ΣΥΡΙΖΑ. Η κουλτούρα της μετεξέλιξης και της ανασυγκρότησης.
Και στον ΣΥΡΙΖΑ
Η εκλογική συμμαχία του ΣΥΡΙΖΑ συνέχισε να υφίσταται -παρά τα πολλά προβλήματα- και τα επόμενα χρόνια. Η ανάδειξη του Αλέξη Τσίπρα στην ηγεσία του Συνασπισμού, το 2008, αποτέλεσε ιστορική στιγμή. Και όλοι καταλαβαίνουν το γιατί.
Ωστόσο, τότε, είχε να αντιμετωπίσει διμέτωπη πίεση. Από τη μία η ανανεωτική πτέρυγα του Συνασπισμού, που τον κατηγορούσε ότι ρέπει προς τον «αριστερισμό». Από την άλλη οι συνιστώσες, που του καταλόγιζαν ότι «γέρνει» προς τα δεξιά. Η αντιπαράθεση αυτή, οδήγησε σε αποχώρηση την ανανεωτική πτέρυγα του Συνασπισμού, η οποία ίδρυσε τη ΔΗΜΑΡ. Το DNA των διασπάσεων…
Ο ΣΥΡΙΖΑ συνέχισε να υπάρχει. Έγινε αξιωματική αντιπολίτευση το 2012 και κυβέρνηση το 2015. Ενδιάμεσα, το 2013, μετατράπηκε από εκλογική συνεργασία, σε ενιαίο κόμμα. Το 2015, διασπάστηκε. Από αυτή τη διάσπαση, προέκυψαν τρία νέα κόμματα στην πορεία.
Το ΜΕΡΑ25 του Γιάνη Βαρουφάκη, η ΛΑΕ (που συνεργάζεται με το ΜΕΡΑ25) και η Πλεύση Ελευθερίας της Ζωής Κωνσταντοπούλου – το μόνο, επί της ουσίας στέλεχος του ΣΥΡΙΖΑ που βρίσκεται στο κόμμα της. Ενδιάμεσα, «απορρόφησε» το μεγαλύτερο μέρος της ΔΗΜΑΡ.
Το 2023, μετά τη διπλή εκλογική ήττα, ήρθε η παραίτηση του Αλέξη Τσίπρα και η αποχώρηση των στελεχών που στήριξαν την Έφη Αχτσιόγλου στη μάχη για τη διαδοχή, που ίδρυσαν τη Νέα Αριστερά.
Μετά την «καρατόμηση» Κασσελάκη, ακολούθησε νέα διάσπαση η οποία σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να ενταχθεί στο πλαίσιο της ανανεωτικής Αριστεράς.
«Κληρονόμος» το «κόμμα Τσίπρα»
Όπως όλα δείχνουν, τα κόμματα που έχουν ιστορική διασύνδεση με την «κοιτίδα» του λεγόμενου «Εσωτερικού», ο ΣΥΡΙΖΑ και η Νέα Αριστερά, σύντομα θα σταματήσουν να υπάρχουν με τη μορφή που έχουν σήμερα. Ένα μεγάλο τμήμα της ΝΕΑΡ θα αναζητήσει την πολιτική του τύχη σε συνεργασίες με τη ριζοσπαστική Αριστερά, ενώ ένα άλλο θα αποτελέσει κομμάτι της ανασύνθεσης της «κυβερνώσας» πτέρυγας.
Όσον αφορά την Κουμουνδούρου, ένα μεγάλο μέρος του στελεχιακού δυναμικού της αναμένεται να συμμετέχει και αυτό στο εγχείρημα της συγκρότησης ενός ισχυρού πόλου, που θα έχει ως στόχο τη διεκδίκηση της διακυβέρνησης της χώρας. Τέτοια, όμως, προοπτική φαίνεται πως είναι δυνατή μόνο αν πάρει «σάρκα και οστά» η διαφαινόμενη επιστροφή του Αλέξη Τσίπρα στο πολιτικό σκηνικό.
Επομένως, δεν είναι λίγοι εκείνοι που πιστεύουν ότι εκ των πραγμάτων, το «κόμμα Τσίπρα» θα αποτελέσει τη φυσική συνέχεια και τον «κληρονόμο» του ρεύματος της ανανεωτικής Αριστεράς στην Ελλάδα. Βέβαια, τα ιδεολογικά χαρακτηριστικά που παρουσιάζουν οι τοποθετήσεις του πρώην πρωθυπουργού το τελευταίο διάστημα προσομοιάζουν περισσότερο με τη Σοσιαλδημοκρατία.
Όμως, οι διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα στα δύο αυτά ρεύματα ήταν πάντοτε «θολές», αφού και οι δύο πλευρές είχαν απαρνηθεί την επαναστατική δράση του εργατικού κινήματος, -έστω και αρκετές δεκαετίες διαφορά- «εγκλωβίζοντας» το στα πλαίσια του κυρίαρχου συστήματος.