Αϋπνία και έντερο: Πώς τα βακτήρια μπορούν να επηρεάσουν τον ύπνο μας
Νέα μελέτη δείχνει ότι ορισμένα εντερικά βακτήρια αυξάνουν τον κίνδυνο αϋπνίας, ενώ άλλα λειτουργούν προστατευτικά.

Η αϋπνία είναι μια από τις πιο συχνές διαταραχές ύπνου και ταλαιπωρεί εκατομμύρια ανθρώπους σε όλο τον κόσμο. Οι πάσχοντες δυσκολεύονται να αποκοιμηθούν ή ξυπνούν συχνά μέσα στη νύχτα, με αποτέλεσμα να έχουν χαμηλής ποιότητας ύπνο. Αυτό οδηγεί σε κόπωση, ευερεθιστότητα και μειωμένη απόδοση στην καθημερινότητα.
Η αϋπνία ως διαταραχή ύπνου
Ωστόσο, σε μελέτη που δημοσιεύεται στο περιοδικό General Psychiatry, για πρώτη φορά αποδεικνύεται μια σχέση αιτίου και αιτιατού μεταξύ της αϋπνίας και του μικροβιώματος, του συνόλου δηλαδή των μικροβίων που βρίσκονται στο έντερο. Φαίνεται, μάλιστα, πως η σχέση είναι αμφίδρομη: ορισμένα βακτήρια φαίνεται να αυξάνουν τον κίνδυνο εμφάνισης της διαταραχής, ενώ άλλα λειτουργούν προστατευτικά. Ταυτόχρονα, η ίδια η αϋπνία φαίνεται πως μπορεί να μεταβάλλει τη σύνθεση των βακτηρίων στο έντερο, δημιουργώντας έναν φαύλο κύκλο που επηρεάζει τον οργανισμό συνολικά.
Όπως διαβάζουμε στο IFL Science, οι ερευνητές χρησιμοποίησαν μια στατιστική μέθοδο που χρησιμοποιεί γενετικές παραλλαγές που κληρονομούνται φυσικά, ώστε να αποκαλυφθεί αν ένας παράγοντας κινδύνου μπορεί πράγματι να προκαλεί μια συγκεκριμένη πάθηση και όχι απλώς να σχετίζεται τυχαία με αυτήν.
Τα βακτήρια που συνδέονται με τον ύπνο
Η ανάλυση βασίστηκε σε δεδομένα περίπου 400.000 ανθρώπων που έπασχαν από αϋπνία, συνδυασμένα με στοιχεία μικροβιώματος από περίπου 26.000 άτομα. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι 14 ομάδες βακτηρίων συνδέονταν με αυξημένη πιθανότητα εμφάνισης αϋπνίας, ενώ οκτώ άλλες ομάδες σχετίζονταν με μειωμένο κίνδυνο. Η πιθανότητα διακύμανσης έφτανε από 1% έως 4% για τον αυξημένο κίνδυνο και από 1% έως 3% για τον προστατευτικό ρόλο.
Παράλληλα, η ίδια η αϋπνία φάνηκε να επηρεάζει τη σύνθεση των βακτηρίων. Οι ερευνητές παρατήρησαν μείωση έως και 79% στην παρουσία επτά ομάδων μικροοργανισμών, ενώ αντίθετα διαπιστώθηκε αύξηση από 65% έως και πάνω από 300% σε δώδεκα άλλες ομάδες. Ειδικά το γένος Odoribacter, που θεωρείται σημαντικός παράγοντας στη λειτουργία του εντέρου, ξεχώρισε ως πιθανός «ρυθμιστής» στη σχέση αυτή με την αϋπνία.
Βασική περιοριστική παράμετρος στην έρευνα ήταν ότι όλοι οι συμμετέχοντες ήταν ευρωπαϊκής καταγωγής. Επομένως, τα αποτελέσματα δεν μπορούν να γενικευτούν σε παγκόσμιο επίπεδο, καθώς το μικροβίωμα διαφέρει ανάλογα με την εθνοτική ομάδα, τη γεωγραφική περιοχή, αλλά και τις διατροφικές συνήθειες. Επίσης, παράγοντες όπως η δίαιτα, το στρες και ο τρόπος ζωής επηρεάζουν σημαντικά τόσο το έντερο όσο και τον ύπνο, χωρίς να έχουν ληφθεί πλήρως υπόψη στην παρούσα μελέτη.
Νέες προοπτικές για θεραπείες
Παρά τις αβεβαιότητες, η έρευνα ανοίγει τον δρόμο για νέες θεραπευτικές προσεγγίσεις. Η αλληλεπίδραση μεταξύ μικροβιώματος και ύπνου φαίνεται να εμπλέκει το ανοσοποιητικό σύστημα, τη φλεγμονώδη απόκριση, αλλά και την παραγωγή νευροδιαβιβαστών. Αν μελλοντικά επιβεβαιωθεί η αιτιώδης σχέση, ίσως μπορέσουν να αναπτυχθούν παρεμβάσεις που θα βασίζονται στην τροποποίηση του εντερικού μικροβιώματος – μέσω της διατροφής ή ειδικών προβιοτικών – για τη βελτίωση του ύπνου.
Η νέα γνώση δεν αποτελεί ακόμη θεραπεία, όμως παρέχει πολύτιμη κατεύθυνση για την κατανόηση ενός προβλήματος που επηρεάζει εκατομμύρια ανθρώπους και έχει τεράστιο κοινωνικό και οικονομικό κόστος.