Diddy: Από τις καταγγελίες για trafficking και βία στην αθώωση - Όλα όσα έγιναν στην πολύκροτη δίκη
Γιατί κατηγορήθηκε ο διάσημος ράπερ και τι συνέβη στο δικαστήριο μέχρι την αθώωσή του για τα περισσότερα αδικήματα.
Μία από τις πιο πολύκροτες δίκες των τελευταίων χρόνων στην αμερικανική showbiz έριξε «αυλαία» σήμερα Τετάρτη 2 Ιουλίου σε ομοσπονδιακό δικαστήριο του Μανχάταν. Ο διάσημος σταρ της χιπ χοπ, παραγωγός και επιχειρηματίας Σον Κομπς, γνωστός με το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο Diddy, αθωώθηκε για τις πιο σοβαρές κατηγορίες που αντιμετώπιζε, αυτήν της σωματεμπορίας και αυτήν της σύστασης συμμορίας.
Ένοχος κρίθηκε για την μεταφορά των δύο πρώην συντρόφων από την μία Πολιτεία σε άλλη, με σκοπό την πορνεία.
Η δίκη του Diddy ξεκίνησε στις 12 Μαΐου. Επί 7 εβδομάδες δόθηκαν καταθέσεις και πραγματοποιήθηκαν σκληρές αγορεύσεις, γύρω από το παρελθόν του Diddy και τα φημολογούμενα sex parties που διοργάνωνε.

Καθώς δεν επιτρέπονταν κάμερες στην αίθουσα του δικαστηρίου, δημοσιογράφοι, podcasters και διαδικτυακές προσωπικότητες παρείχαν καθημερινές ενημερώσεις από την εξέλιξη της δίκης και μετέφεραν πληροφορίες στο κοινό.
Οι 12 ένορκοι ξεκίνησαν να συνεδριάζουν την Δευτέρα (30/6) και κατέληξαν σε ομοφωνία για τις τέσσερις από τις πέντε κατηγορίες την επόμενη ημέρα (1/6). Από το πρωί σήμερα συνεδρίαζαν εξετάζοντας ξανά την τελευταία κατηγορία.
Οι στιγμές της τελευταίας συνεδρίασης
Ο Diddy κρίθηκε αθώος για την κατηγορία της εγκληματικής οργάνωσης, που επισύρει ποινή ισόβιας κάθειρξης. Οι ένορκοι τον έκριναν ένοχο για δύο κατηγορίες μεταφοράς προσώπων από τη μία Πολιτεία σε άλλη με σκοπό την πορνεία, κάτι που απαγορεύεται από το αμερικανικό δίκαιο.

«Ακούσατε, συνεργαστήκατε, βρισκόσασταν εδώ καθημερινά, με βροχή ή με λιακάδα. Το κάνατε χωρίς καμία άλλη αποζημίωση παρά μόνο για να υπηρετήσετε το κοινό καλό. Αυτό δίνει σε όλους μας ελπίδα», είπε απευθυνόμενος στους ενόρκους ο δικαστής Αρούν Σουμπραμανιάν, ο οποίος καλείται τώρα να αποφανθεί επί της ποινής που θα επιβληθεί στον ράπερ.
Αμέσως μόλις ανακοινώθηκε η ετυμηγορία, ο δικηγόρος του Σον Κομπς ζήτησε να αποφυλακιστεί υπό όρους ο πελάτης του, αφού αθωώθηκε για τις πιο σοβαρές από τις κατηγορίες.

Νωρίτερα, στο άκουσμα της απόφασης, ο Diddy έπεσε στα γόνατα από την συγκίνησή του, ενώ προσευχήθηκε κοιτώντας μέλη της οικογένειάς του. «Θεέ μου, σε παρακαλώ, φρόντισε την οικογένειά μου», είπε.
Οι κατηγορίες - Τα «freak-off» πάρτι και η εγκληματική οργάνωση
Ο Diddy κατηγορήθηκε ότι εξανάγκαζε γυναίκες -μεταξύ των οποίων και την τραγουδίστρια Κάσι Βεντούρα, τη σύντροφό του μεταξύ 2007-2018, να συμμετέχουν σε μαραθώνια σεξουαλικά πάρτι με άνδρες συνοδούς, ενώ ο ίδιος παρακολουθούσε ή βιντεοσκοπούσε.
Φέρεται επίσης να είχε συγκροτήσει ένα εγκληματικό δίκτυο, επικεφαλής του οποίου ήταν ο ίδιος, για να διοργανώνει αυτά τα πάρτι, τα αποκαλούμενα «freak-off».

Ο 55χρονος σήμερα Diddy έκανε καριέρα ως μουσικός παραγωγός, ράπερ και επιχειρηματίας. Ανέδειξε αρκετούς τραγουδιστές τη δεκαετία του 1990 και έγινε διάσημος και ο ίδιος με το ψευδώνυμο Puff Daddy, με το άλμπουμ «No Way Out».
Το 2023 η πρώην σύντροφός του, Κάσι Βεντούρα, κατέθεσε αγωγή σε βάρος του, υποστηρίζοντας ότι την βίασε το 2018 και ότι είχε «βίαιη» και «αποκλίνουσα» συμπεριφορά απέναντί της επί μία δεκαετία, όπως ότι την εξανάγκαζε να συνευρίσκεται με άνδρες συνοδούς.
Η υπόθεση επιλύθηκε «με φιλικό διακανονισμό» μέσα σε 24 ώρες, όμως ακολούθησαν και άλλες καταγγελίες σε βάρος του ράπερ, οδηγώντας τελικά στη δίκη στο Μανχάταν.
Η «πολυγαμία» και το ντοκουμέντο της βίας
Κατά τη διάρκεια της δίκης, οι συνήγοροι του Σον Κομπς έκαναν τα πάντα για να αμφισβητήσουν τους μάρτυρες και προσπάθησαν να δείξουν ότι ο πελάτης τους ακολουθούσε ένα «πολυγαμικό» στυλ ζωής, κάτι που δεν απαγορεύεται από το ποινικό δίκαιο.
Η Κάσι και μια άλλη γυναίκα, που κατέθεσε ανώνυμα, χρησιμοποιώντας το ψευδώνυμο «Τζέιν», παραδέχτηκαν ότι διατηρούσαν «σχέση αγάπης» με τον Κομπς, αλλά υποστήριξαν ότι ταυτόχρονα δέχονταν απειλές ότι θα έβλαπτε την εικόνα τους, την οικονομική κατάστασή τους και τη σωματική ακεραιότητά τους.
Οι ένορκοι είδαν βίντεο από τα σεξουαλικά πάρτι, καθώς και πλάνα από τις κάμερες ασφαλείας ενός ξενοδοχείου στο Λος Άντζελες, στα οποία ο Κομπς έσερνε την Κάσι στο πάτωμα και την ξυλοκοπούσε.
Ο κατηγορούμενος «ξεπέρασε τόσο πολύ τα όρια που δεν μπορούσε πλέον να τα διακρίνει» και αισθανόταν ότι κανείς δεν μπορούσε να τον αγγίξει, είπε η εισαγγελέας Μορίν Κόμεϊ. «Όμως δεν είναι Θεός», είπε απευθυνόμενη στους ενόρκους και ζητώντας τους να τον κρίνουν ένοχο για όλες τις κατηγορίες.
Η αθώωση του Κομπς για την πιο βαριά κατηγορία φαίνεται να ήρθε λόγω αμφιβολιών, καθώς οι 8 άνδρες και 4 γυναίκες που αποτέλεσαν το σώμα των ενόρκων, δήλωσαν ότι υπήρχαν άτομα «με αδιάσειστες απόψεις και από τις δύο πλευρές».
«Σύντομα θα γυρίσω στο σπίτι»
Μετά την ανακοίνωση της ετυμηγορίας και αφού αποχώρησαν οι ένορκοι, ο Κομπς γονάτισε μπροστά στην καρέκλα του, σαν να προσευχόταν. Στη συνέχεια σηκώθηκε και μίλησε στο ακροατήριο. «Σύντομα θα γυρίσω στο σπίτι. Σας αγαπώ. Σας ευχαριστώ», είπε, χαμογελώντας.
Η οικογένεια και οι υποστηρικτές του ξέσπασαν σε χειροκροτήματα και ζητωκραυγές.
Για τις δύο κατηγορίες για τις οποίες κρίθηκε ένοχος, ο Κομπς μπορεί να καταδικαστεί σε κάθειρξη έως 10 ετών. Ο Αρούν Σουμπραμανιάν θα ανακοινώσει την ποινή σε ημερομηνία που δεν έχει ακόμη ανακοινωθεί.
Ο Κομπς κρατείται σε ομοσπονδιακή φυλακή του Μπρούκλιν από τον Σεπτέμβριο του 2024, μετά τη σύλληψή του.
