Η Ιερά Μονή Αγίας Αικατερίνης στο Σινά: Ο Φάρος της Ορθοδοξίας στην έρημο δοκιμάζεται
Η απόφαση αιγυπτιακού δικαστηρίου που αμφισβητεί περιουσιακά δικαιώματα της Μονής προκαλεί έντονη αντίδραση και ανακινεί ερωτήματα για το μέλλον της ιστορικής μονής και τις ελληνο-αιγυπτιακές σχέσεις.
Σε τροχιά δοκιμασίας φαίνεται να εισέρχονται οι σχέσεις Ελλάδας–Αιγύπτου μετά από απόφαση αιγυπτιακού δικαστηρίου που εγείρει ζητήματα ιδιοκτησιακού καθεστώτος για ακίνητη περιουσία της Ιεράς Μονής Αγίας Αικατερίνης στο Σινά.
Η δικαστική αυτή εξέλιξη, η οποία ήρθε στο φως τις τελευταίες ημέρες, προκάλεσε την έντονη αντίδραση της Εκκλησίας της Ελλάδος και ευρύτερα του ορθόδοξου κόσμου. Ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και Πάσης Ελλάδος Ιερώνυμος, με μια σπάνιας έντασης δήλωση, χαρακτήρισε την απόφαση «σκανδαλώδη» και έκανε λόγο για «άλλη μία άλωση» που βιώνει η Ορθοδοξία.
Η απόφαση φαίνεται να σχετίζεται με διεκδικήσεις για γη που κατείχε για αιώνες η Μονή στο Σινά, χωρίς όμως να αναγνωρίζονται επαρκώς τα ιστορικά προνόμια και έγγραφα που πιστοποιούν την κατοχή της. Εντείνεται έτσι η ανησυχία για τον σεβασμό που επιδεικνύεται πλέον από τις αιγυπτιακές αρχές προς ένα μοναδικό πνευματικό ίδρυμα με ιστορικό ρόλο στην περιοχή.
Παράλληλα, διπλωματικοί κύκλοι εκφράζουν προβληματισμό για πιθανή επιβάρυνση των ελληνο-αιγυπτιακών σχέσεων σε μια περίοδο που χαρακτηρίζεται από ευρύτερη γεωπολιτική συνεργασία στην Ανατολική Μεσόγειο.
Η κρίση αυτή αναδεικνύει με επείγοντα τρόπο την ανάγκη αναγνώρισης της ιδιαιτερότητας της Μονής, της διοικητικής της αυτονομίας και του ιστορικού καθεστώτος προστασίας της.

Ένα μνημείο 17 αιώνων
Η Ιερά Μονή Αγίας Αικατερίνης στο Σινά δεν είναι απλώς ένας τόπος προσευχής. Είναι ένα ζωντανό μνημείο της χριστιανικής παρουσίας στην Ανατολή, με αδιάλειπτη λειτουργία για περισσότερους από 17 αιώνες.
Η μοναστική παράδοση στο Σινά ανάγεται στον 3ο αιώνα μ.Χ., όταν ασκητές κατέφευγαν στην περιοχή αναζητώντας την ερημική ζωή. Το σημείο απέκτησε ιδιαίτερη σημασία λόγω της βιβλικής του σύνδεσης: εκεί, σύμφωνα με την Παλαιά Διαθήκη, ο Μωυσής συνάντησε τον Θεό στη φλεγόμενη βάτο και παρέλαβε τις Δέκα Εντολές.
Στα μέσα του 6ου αιώνα, ο Βυζαντινός αυτοκράτορας Ιουστινιανός Α’ διέταξε την ίδρυση ενός οχυρωμένου μοναστηριού στο σημείο, ώστε να προστατεύει τους μοναχούς και τους προσκυνητές. Η εκκλησία της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος και ο χώρος της Καιομένης Βάτου διατηρούνται μέχρι σήμερα εντός των τειχών της Μονής.
Ιστορική αναδρομή
Η μοναστική παρουσία στο Σινά ξεκινά από τον 3ο αιώνα, όταν ερημίτες και αναχωρητές αναζητούσαν την απομόνωση της ερήμου για να αφιερωθούν στην προσευχή και τη νηστεία. Η περιοχή θεωρείται ιερή, καθώς σύμφωνα με την Παλαιά Διαθήκη, εκεί ο Μωυσής έλαβε τις Δέκα Εντολές από τον Θεό.
Στα μέσα του 6ου αιώνα, ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός διέταξε την κατασκευή ενός φρουρίου-μοναστηριού για την προστασία των μοναχών και των προσκυνητών. Αυτό το μοναστήρι, που περιλαμβάνει την εκκλησία της Μεταμορφώσεως και τον χώρο της Καιομένης Βάτου, αποτελεί τον πυρήνα της σημερινής Μονής.
Η Αγία Αικατερίνη και η ονομασία της Μονής
Η Μονή είναι αφιερωμένη στην Αγία Αικατερίνη, μια νεαρή χριστιανή μάρτυρα από την Αλεξάνδρεια, γνωστή για τη σοφία και την αφοσίωσή της στην πίστη. Σύμφωνα με την παράδοση, τα λείψανά της μεταφέρθηκαν θαυματουργικά στο Σινά, γεγονός που ενίσχυσε τη φήμη της Μονής και την καθιέρωσε ως σημαντικό προσκυνηματικό προορισμό.
Πολιτιστική και πνευματική κληρονομιά
Η Ιερά Μονή Αγίας Αικατερίνης διαθέτει μια από τις πλουσιότερες συλλογές χειρογράφων και εικόνων στον κόσμο. Η βιβλιοθήκη της περιλαμβάνει πάνω από 4.500 χειρόγραφα σε διάφορες γλώσσες, όπως ελληνικά, αραβικά, συριακά και γεωργιανά. Πολλά από αυτά τα χειρόγραφα είναι μοναδικά και παρέχουν πολύτιμες πληροφορίες για την ιστορία της χριστιανικής θεολογίας και της μοναστικής ζωής.

Το 2019, ξεκίνησε ένα φιλόδοξο πρόγραμμα ψηφιοποίησης αυτών των χειρογράφων, με στόχο τη διατήρηση και την ευρύτερη διάδοση αυτού του ανεκτίμητου πολιτιστικού θησαυρού. Το πρόγραμμα διεξάγεται σε συνεργασία με διεθνείς οργανισμούς και πανεπιστήμια, όπως το Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας στο Λος Άντζελες (UCLA).
Αυτονομία και διοίκηση
Η Μονή του Σινά απολαμβάνει ιδιαίτερο καθεστώς αυτονομίας εντός της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ο ηγούμενος της Μονής φέρει τον τίτλο του Αρχιεπισκόπου Σινά, Φαράν και Ραϊθώ και διοικεί την Εκκλησία του Όρους Σινά, η οποία δεν υπάγεται σε κανένα Πατριαρχείο ή Σύνοδο. Αυτό το καθεστώς αναγνωρίστηκε επίσημα το 1575 από το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως.

Σχέσεις με τις τοπικές Αρχές και προστασία
Κατά τη διάρκεια των αιώνων, η Μονή έχει διατηρήσει καλές σχέσεις με τις εκάστοτε πολιτικές και θρησκευτικές αρχές της περιοχής. Από τον ιδρυτή του Ισλάμ, Μωάμεθ, μέχρι τους Άραβες χαλίφες και τους Οθωμανούς σουλτάνους, η Μονή έχει τύχει προστασίας και σεβασμού. Στη σύγχρονη εποχή, συνεργάζεται αρμονικά με τις αιγυπτιακές αρχές για την επίλυση διαφόρων ζητημάτων και την προώθηση πολιτιστικών και οικολογικών πρωτοβουλιών.
Στόχος τρομοκρατίας: Η επίθεση του ISIS στη Μονή
Η σημασία της Μονής Σινά δεν την έχει αφήσει στο απυρόβλητο. Τον Απρίλιο του 2017, η Μονή έγινε στόχος τρομοκρατικής επίθεσης, την ευθύνη της οποίας ανέλαβε το Ισλαμικό Κράτος (ISIS). Ένοπλοι επιτέθηκαν σε σημείο ελέγχου της αιγυπτιακής αστυνομίας κοντά στην είσοδο του μοναστικού συγκροτήματος, με αποτέλεσμα τον θάνατο ενός αστυνομικού και τον τραυματισμό άλλων τεσσάρων.
Αν και η ίδια η Μονή δεν επλήγη άμεσα, το περιστατικό ανέδειξε τους σοβαρούς κινδύνους ασφαλείας που αντιμετωπίζουν τόσο οι μοναχοί όσο και οι επισκέπτες της περιοχής. Το γεγονός αυτό επανέφερε στο προσκήνιο την ανάγκη για αυξημένη προστασία της μονής, όχι μόνο ως θρησκευτικό κέντρο, αλλά και ως σύμβολο πολιτισμικής συνύπαρξης.
Το μέλλον της Μονής
Η Ιερά Μονή του Σινά είναι κάτι πολύ περισσότερο από μια θρησκευτική δομή. Είναι φορέας πνευματικής συνέχειας, πολιτισμικής κληρονομιάς και γεφυροποιός μεταξύ πολιτισμών σε μια γεωγραφικά και θρησκευτικά ευαίσθητη περιοχή.
Η πρόσφατη δικαστική απόφαση αναδεικνύει τους κινδύνους που ελλοχεύουν όταν παραγνωρίζεται η ιστορικότητα και η παγκόσμια σημασία τέτοιων μνημείων. Η διεθνής κοινότητα, η Ορθοδοξία, αλλά και οι τοπικές αρχές, οφείλουν να κινητοποιηθούν ώστε να διασφαλίσουν το μέλλον αυτού του μοναδικού χώρου.