ΙΝΕ/ΓΣΕΕ: Η Ελλάδα δεύτερη φτωχότερη στην ΕΕ παρά την ανάπτυξη – Καθηλωμένοι μισθοί και κατανάλωση
Επισημαίνεται ότι η προοδευτική αναδόμηση των θεσμών της αγοράς εργασίας, η ενεργός στήριξη του εισοδήματος των εργαζομένων και η βελτίωση των συνθηκών απασχόλησής τους είναι αναγκαίες παρεμβάσεις.

Το Ινστιτούτο Εργασίας της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργατών Ελλάδας (ΙΝΕ/ΓΣΕΕ) δημοσιεύει την Τρίτη την ετήσια έκθεσή του για την ελληνική οικονομία και την απασχόληση το 2025. Τα βασικά συμπεράσματα της έκθεσης σκιαγραφούν μια σύνθετη εικόνα, αναδεικνύοντας τις προκλήσεις και τις διαρθρωτικές αδυναμίες της ελληνικής οικονομίας.
Ήπια οικονομική επίδοση και ασθενική αύξηση στους πραγματικούς μισθούς
Το 2024, η ελληνική οικονομία διατήρησε έναν ήπιο ρυθμό μεγέθυνσης, με το πραγματικό ΑΕΠ να αυξάνεται κατά 2,3%. Η κατανάλωση (1,5%) και οι επενδύσεις (0,7%) συνέβαλαν θετικά, ενώ αρνητικά επηρέασαν η δημόσια κατανάλωση (-0,8%) και οι καθαρές εξαγωγές (-2%). Παρά την ανάπτυξη, η Ελλάδα παραμένει το δεύτερο φτωχότερο κράτος-μέλος της ΕΕ σε σχέση με το ύψος των εισοδημάτων και το κόστος διαβίωσης.
Αξίζει να σημειωθεί ότι μεταξύ 2019 και 2023, ενώ το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών αυξήθηκε κατά 8,3 δισ. ευρώ και η κατανάλωση κατά 7,9 δισ. ευρώ, ενώ η αντίστοιχη αύξηση στους πραγματικούς μισθούς ήταν μόλις 130 εκατ. ευρώ.
Αντιθέτως, το εισόδημα από μη μισθωτή εργασία αυξήθηκε κατά 2,6 δισ. ευρώ και από πλούτο κατά 4,5 δισ. ευρώ. Οι μισθοί στην Ελλάδα είχαν τη δεύτερη μικρότερη συμβολή στην αύξηση των πραγματικών πρωτογενών εισοδημάτων των νοικοκυριών στην ΕΕ. Η μέση μηνιαία πραγματική κατανάλωση των μισθωτών παρέμεινε στάσιμη, ενώ των αυτοαπασχολούμενων περιορίστηκε, σε αντίθεση με τους εργοδότες που είδαν την κατανάλωσή τους σχεδόν να διπλασιάζεται.
Αχίλλειος πτέρνα στις επενδύσεις η μεταποίηση - Διαρθρωτικό πρόβλημα το παραγωγικό έλλειμμα
Ο ρυθμός μεταβολής των πραγματικών επενδύσεων στην Ελλάδα το 2024 ξεπέρασε τον μέσο όρο της ΕΕ, ωστόσο έγινε αρνητικός το α’ τρίμηνο του 2025. Παρά την ενίσχυση των επενδύσεων σε μηχανολογικό εξοπλισμό και προϊόντα διανοητικής ιδιοκτησίας σε κλάδους όπως η πληροφορία και οι επιστημονικές δραστηριότητες, οι επενδύσεις στη μεταποίηση είναι περιορισμένες, με τον κύριο όγκο να κατευθύνεται στις κατασκευές.
Ένα σημαντικό εύρημα είναι η υπέρμετρη εξάρτηση των ελληνικών επιχειρήσεων από επενδυτικές χορηγήσεις, κυρίως από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας. Το 2023, οι επενδυτικές χορηγήσεις αντιστοιχούσαν στο 26% των επιχειρηματικών επενδύσεων, το υψηλότερο ποσοστό στην ΕΕ, γεγονός που εγείρει ερωτήματα για την ενδογενή επενδυτική λειτουργία μετά τη λήξη του προγράμματος.
Το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών επιδεινώθηκε το 2024, καταγράφοντας έλλειμμα 6,4% του ΑΕΠ, κυρίως λόγω της αυξημένης ζήτησης για εισαγόμενα προϊόντα. Αυτό αναδεικνύει το παραγωγικό έλλειμμα της χώρας, το οποίο αποτελεί το βασικό διαρθρωτικό πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας. Επιπλέον, το 77,1% των Άμεσων Ξένων Επενδύσεων (ΑΞΕ) κατευθύνθηκε σε χρηματοοικονομικές/ασφαλιστικές δραστηριότητες και ακίνητα, αντί σε παραγωγικούς τομείς.
Συνέχεια στη δημοσιονομική προσαρμογή αλλά αύξηση του ιδιωτικού χρέους
Η δημοσιονομική προσαρμογή συνεχίστηκε το 2024, με το συνολικό αποτέλεσμα της Γενικής Κυβέρνησης να διαμορφώνεται σε πλεόνασμα 1,3% του ΑΕΠ (από -1,4% το 2023) και το πρωτογενές πλεόνασμα στο 4,8% του ΑΕΠ, το υψηλότερο από το 1995. Αυτό οδήγησε σε αναβάθμιση του δείκτη φερεγγυότητας του δημόσιου τομέα, ο οποίος αναμένεται να διατηρηθεί σε αξιόπιστο καθεστώς για τη διετία 2025-2026.
Ωστόσο, το πλεόνασμα του δημόσιου τομέα χρηματοδοτήθηκε μέσω της αύξησης του χρέους των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών, απαιτώντας σύνεση για την αποφυγή υπονόμευσης της χρηματοοικονομικής φερεγγυότητας του ιδιωτικού τομέα.
Άνοδος της εξωστρέφειας στο εξωτερικό εμπόριο, κρίσιμο θέμα η αυτάρκεια
Η Ελλάδα βελτίωσε τους όρους εξωτερικού εμπορίου μετά την πανδημία, με άνοδο της εξωστρέφειας, ιδίως στη μεταποίηση. Ωστόσο, η μεγαλύτερη εξωστρέφεια δεν συνοδεύτηκε από βελτίωση του εμπορικού ισοζυγίου, λόγω της αδυναμίας υποκατάστασης εισαγόμενων ενδιάμεσων αγαθών μεσαίου και υψηλού τεχνολογικού περιεχομένου. Αυτό σημαίνει ότι η πρόσφατη ανάκαμψη συνδέεται με τη διεύρυνση του εμπορικού ελλείμματος.
Κρίσιμη παράμετρος είναι η εξάρτηση της χώρας από εισαγωγές αγροκτηνοτροφικών προϊόντων. Το 2022, οι περισσότερες κατηγορίες τροφίμων εμφάνισαν αύξηση της εξάρτησής τους από εισαγωγές (π.χ. αλκοολούχα ποτά, γαλακτοκομικά, φυτικά έλαια), ενώ στα μισά περίπου αγροκτηνοτροφικά προϊόντα παρατηρείται μείωση της αυτάρκειας. Πλήρη αυτάρκεια η χώρα εμφανίζει μόνο σε φρούτα (εκτός κρασιού), λαχανικά, ελαιούχα φυτά και φυτικά έλαια.
Θετικό πρόσημο στην αγορά εργασίας - «Χωλαίνει» η ποιότητα ζωής
Παρά τις μακροοικονομικές αβεβαιότητες, τα βασικά ποσοτικά μεγέθη της αγοράς εργασίας συνέχισαν να βελτιώνονται το 2024. Το ποσοστό απασχόλησης (15-64 ετών) έφτασε στο 63,3% (+1,5 ποσοστιαίες μονάδες από το 2023), ενώ το ποσοστό ανεργίας (15-74 ετών) διαμορφώθηκε στο 10,1% (από 11,1% το 2023).
Ωστόσο, παρά τη βελτίωση, η Ελλάδα κατέγραψε το δεύτερο χαμηλότερο ποσοστό απασχόλησης στην ΕΕ, μόνο καλύτερη από την Ιταλία. Επίσης, παρουσιάζει τη δεύτερη μεγαλύτερη απόκλιση στο ποσοστό απασχόλησης μεταξύ ανδρών και γυναικών, καθώς και την τρίτη μεγαλύτερη απόκλιση μεταξύ των ηλικιακών ομάδων 40-64 και 15-39 ετών. Η Ελλάδα είχε επίσης το χαμηλότερο ποσοστό απασχόλησης για αποφοίτους Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης (80,3%) στην ΕΕ το 2024.
Οι μισθοί παραμένουν καθηλωμένοι, καθώς 15 χρόνια μετά την κρίση, δεν διασφαλίζουν αξιοπρεπή διαβίωση για μεγάλο μέρος των εργαζομένων. Ο μέσος ετήσιος πραγματικός μισθός μειώθηκε κατά 32,8% την περίοδο 2009-2024. Παρά την αύξηση της πραγματικής παραγωγικότητας της εργασίας (1,2% το 2019-2024), το μέσο πραγματικό ωρομίσθιο μειώθηκε κατά 4,7%, οδηγώντας σε αύξηση του μεριδίου κερδών (50,2% του ΑΕΠ το 2024 έναντι 41% στην ΕΕ) και υποχώρηση του μεριδίου μισθών.
Η αύξηση των τιμών στην Ελλάδα οφείλεται κυρίως στην αύξηση των κερδών, που κατέχουν το μεγαλύτερο μερίδιο στη διαμόρφωση των τιμών, ακολουθούμενη από το κόστος εισαγωγών, ενώ το μισθολογικό κόστος είναι ο τρίτος προσδιοριστικός παράγοντας. Αυτό υποδηλώνει ότι η κύρια αιτία της υποχώρησης της αγοραστικής δύναμης των μισθών είναι η αύξηση των κερδών.
Οι συνθήκες διαβίωσης των μισθωτών επηρεάζονται αρνητικά, με το ποσοστό σοβαρής υλικής και κοινωνικής στέρησης να ανέρχεται στο 8,8% το 2024 (δεύτερο υψηλότερο στην ΕΕ). Το 29,3% των μισθωτών δήλωσε αδυναμία να ξοδέψει ένα μικρό ποσό χρημάτων για τον εαυτό του, ενώ το 23,5% δεν μπορούσε να συμμετάσχει τακτικά σε δραστηριότητες αναψυχής. Ενδεικτικό είναι ότι το ποσοστό υποκειμενικής φτώχειας για τους μισθωτούς έφτασε στο 57,1%, μακράν το μεγαλύτερο στην ΕΕ.
Φτωχότερες Περιφέρειες Βόρειο Αιγαίο, Ήπειρος και Ανατολική Μακεδονία-Θράκη
Η οικονομική πολυκρίση (2009-2024) οδήγησε σε μείωση του οικονομικά ενεργού πληθυσμού (15-64 ετών) κατά 6,8% ή 335,7 χιλιάδες άτομα σε όλη την Ελλάδα. Μεγαλύτερη πτώση του εργατικού δυναμικού σημείωσαν η Θεσσαλία (-13,8%), η Αττική (-10,4%) και η Ήπειρος (-8,5%). Μόνο η Περιφέρεια Βορείου Αιγαίου σημείωσε αύξηση τόσο του πληθυσμού όσο και του εργατικού δυναμικού.
Το 2023, όλες οι 13 Περιφερειακές Ενότητες της Ελλάδας συνέχισαν να εμφανίζουν κατά κεφαλήν ΑΕΠ (σε μονάδες αγοραστικής δύναμης - PPS) χαμηλότερο από τον μέσο όρο της ΕΕ.
Οι φτωχότερες Περιφέρειες ήταν το Βόρειο Αιγαίο, η Ήπειρος και η Ανατολική Μακεδονία-Θράκη. Εξαιρουμένων της Αττικής (με το υψηλότερο ΑΕΠ) και του Νοτίου Αιγαίου, το ΑΕΠ ανά κάτοικο στις υπόλοιπες Περιφέρειες ήταν χαμηλότερο του μέσου όρου της οικονομίας.
Συγκριτικά με το 2009, όλες οι Περιφέρειες κατέγραψαν το 2022 μείωση αμοιβών εξαρτημένης εργασίας ανά ώρα εργασίας που υπερέβαινε το 25%, με τη μεγαλύτερη μείωση να παρατηρείται στο Νότιο Αιγαίο (-40,3%). Ακόμα και μετά την έξοδο από τα προγράμματα προσαρμογής, οι πραγματικές αμοιβές συνέχισαν να πέφτουν την περίοδο 2019-2022, κυρίως λόγω της πληθωριστικής κρίσης.
Αυτές οι μεταβολές αντικατοπτρίζονται σε ασυμμετρίες στους δείκτες ποιότητας ζωής. Το 2024, το ποσοστό του πληθυσμού σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού παρέμεινε σε επίπεδο υψηλότερο του μέσου όρου της ΕΕ στις περισσότερες Περιφέρειες, με τα υψηλότερα ποσοστά να εντοπίζονται στα Ιόνια Νησιά (41,4%) και τη Δυτική Μακεδονία (36,3%).
Το ΙΝΕ/ΓΣΕΕ καταλήγει ότι η υποβάθμιση των συνθηκών απασχόλησης και η απορρύθμιση των προστατευτικών θεσμών υποσκάπτουν την ανθεκτικότητα και τη διατηρησιμότητα της οικονομικής μεγέθυνσης. Σε αυτό το σύνθετο γεωοικονομικό περιβάλλον, η προοδευτική αναδόμηση των θεσμών της αγοράς εργασίας, η ενεργός στήριξη του εισοδήματος των εργαζομένων και η βελτίωση των συνθηκών απασχόλησής τους είναι αναγκαίες παρεμβάσεις για την ενίσχυση της μακροχρηματοπιστωτικής σταθερότητας και της ευημερίας των πολιτών.