Αποκαλυπτική έρευνα για το δημογραφικό: Γιατί γερνάνε οι πολίτες σε Ελλάδα και Ευρώπη
Σε όλες σχεδόν τις ευρωπαϊκές χώρες παρατηρείται μείωση απόκτησης παιδιού από τις γενιές που γεννήθηκαν μετά το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου.

Προβληματισμό προκαλούν τα στοιχεία που έδωσε στο φως της δημοσιότητας το Ινστιτούτο Δημογραφικών Ερευνών και Μελετών για την υπογεννητικότητα που μαστίζει την Ευρώπη με αποτέλεσμα ο πληθυσμός της να γερνάει χρόνο με τον χρόνο.
Το σοβαρό δημογραφικό πρόβλημα που αντιμετωπίζουν χώρες της Ευρώπης, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα, αντικατοπτρίζει τα προβλήματα που προκύπτουν ως προς την οικονομική ανάπτυξη των κρατών μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο.
Αν και χώρες όπως η Γαλλία έθεσαν γερά θεμέλια κατά τη μεταπολεμική περίοδο ώστε να αναπτυχθεί ένα προστατευτικό πλαίσιο για τον θεσμό της οικογένειας και να περιορίσουν τη γήρανση του πληθυσμού, φαίνεται πως αρκετές αυτή τη στιγμή αντιμετωπίζουν το πρόβλημα της συρρίκνωσης.
Τι έδειξε η μελέτη
Σύμφωνα λοιπόν με την έκθεση που δημοσιεύθηκε, εξετάστηκε η πορεία των ετήσιων δεικτών σε 30 ευρωπαϊκές χώρες από το 1970 έως και το 2023 (54 συνεχόμενα έτη) ταξινομώντας τις χώρες αυτές με βάση τον αριθμό των ετών που οι τιμές των δεικτών τους ήταν ιδιαίτερα χαμηλές (<=1,5 παιδιά/γυναίκα).
Είναι προφανές δε ότι όσο περισσότερα χρόνια καταγράφονται σε μια χώρα τέτοιες τιμές, τόσο και η πτώση της διαγενεακής γονιμότητας (του αριθμού δηλ. των παιδιών που απέκτησαν οι γενεές που γεννήθηκαν μετά το 1945) είναι εντονότερη. Από την ανάλυση των δεδομένων προκύπτει ότι μια σχεδόν στις τρεις χώρες (σε 10 από τις 30) είτε οι ετήσιοι δείκτες δεν έπεσαν ποτέ κάτω από τα 1,5 παιδιά/γυναίκα (Γαλλία και Ισλανδία), είτε, όπως στο Βέλγιο, Ιρλανδία, Νορβηγία, Σουηδία, Ολλανδία, Δανία και Φιλανδία και Εσθονία ο αριθμός των ετών όπου καταγράφονται τόσο χαμηλές τιμές ήταν εξαιρετικά περιορισμένος (λιγότερα από 15 από τα 54 εξεταζόμενα έτη).
Στο άλλο άκρο όμως πέντε χώρες (Αυστρία, Ελλάδα, Ισπανία, Ιταλία και Γερμανία) χαρακτηρίζονται από πολύ χαμηλούς ετήσιους δείκτες για πάρα πολλά χρόνια (35 ή και περισσότερα από τα 54 εξεταζόμενα).

Ποιο είναι το νέο οικογενειακό μοντέλο
Το ευρύτερο περιβάλλον για την δημιουργία οικογένειας και την απόκτηση απογόνων στις μεταπολεμικές γενεές που διένυσαν την μετά το 1970 περίοδο σε ηλικία απόκτησης παιδιών έχει φυσικά αλλάξει σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες, με αποτέλεσμα να καταγράφεται -αν και με διαφοροποιημένους ρυθμούς- παντού: έξαρση του ατομικισμού και ανάδυση μιας επιθυμίας για αυτό-εκπλήρωση, αστικοποίηση και μείωση του αγροτικού πληθυσμού, μαζική είσοδος της γυναίκας στην αγορά εργασίας και άμβλυνση της εξάρτισής της από το άλλο φύλο, αύξηση του χρόνου παραμονής στο εκπαιδευτικό σύστημα, δυσκολίες - στις γυναίκες ιδιαίτερα - για έναν ικανοποιητικό συνδυασμό οικογενειακής ζωής και επαγγελματικής σταδιοδρομίας, έμφυλες διακρίσεις, αύξηση του κόστους μεγαλώματος των παιδιών, διάχυση σύγχρονων και αποτελεσματικών μεθόδων αντισύλληψης, και, στις νεότερες γενεές αυξανόμενες δυσκολίες σταθερής ένταξης στην αγορά εργασίας και πρόσβασης σε κατοικία.
Οι αλλαγές αυτές συνοδεύτηκαν δε και από τον ανάδυση ενός νέου οικογενειακού μοντέλου ιδιαίτερα εύθραυστου, εξ ου και η ταχύτατη αύξηση των διαζυγίων και των μονογονεϊκών οικογενειών. Έτσι, σε όλες σχεδόν τις ευρωπαϊκές χώρες έχουμε μια μικρότερη η μεγαλύτερη μείωση του αριθμού των παιδιών που αποκτούν οι γενεές που γεννήθηκαν μετά το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, και, ταυτόχρονα μια αύξηση της μέσης ηλικίας στην απόκτησή τους.
Από όλες όμως τις διαθέσιμες έρευνες, προκύπτει ότι, παρόλα αυτά, σε όλες σχεδόν τις χώρες αυτές (με εξαίρεση την Γερμανία, την Αυστρία και την Ελβετία) οι γυναίκες που γεννήθηκαν από το 1952 έως και το 1982 επιθυμούσαν να αποκτήσουν περισσότερα από 2 παιδιά κατά μέσο όρο (λίγο περισσότερα αυτές που γεννήθηκαν το 1952, λίγο λιγότερες όσες γεννήθηκαν 30 χρόνια αργότερα).
Δεν είναι δε τυχαίο ότι στις χώρες εκείνες όπου τα τελευταία 54 χρόνια είτε οι δείκτες γονιμότητας ήταν πάντοτε υψηλότεροι των 1,5 παιδιών/γυναίκα είτε καταγράφεται ένας πολύ περιορισμένος αριθμός ετών (λιγότερα από 15) με τόσο χαμηλούς δείκτες είναι κυρίως χώρες που έλαβαν έγκαιρα υπόψη τις προαναφερθείσες αλλαγές αναπτύσσοντας, εκτός των άλλων, και στοχευμένες πολιτικές για την στήριξη της οικογένειας και του παιδιού.
Δεν είναι ακόμη τυχαίο ότι οι χώρες στις οποίες καταγράφονται πολύ χαμηλές τιμές δεικτών για 35 ή και περισσότερα ακόμη χρόνια είναι συνήθως χώρες όπως π.χ η Ελλάδα ή ακόμη η Ιταλία που δεν έλαβαν υπόψη τις αλλαγές που αναφέραμε και δεν υιοθέτησαν έγκαιρα αντίστοιχα μέτρα και πολιτικές με αποτέλεσμα οι ετήσιοι δείκτες τους να κινούνται επι μακρόν ανάμεσα στα 1,2 και 1,5 παιδιά, γεγονός που αποτυπώνεται και στην ταχεία μείωση στις χώρες αυτές όχι μόνον των γεννήσεων αλλά και του αριθμού των παιδιών ανάμεσα στις γυναίκες που γεννήθηκαν στις αρχές της δεκαετίας του’50 και σε αυτές που γεννήθηκαν τρεις δεκαετίες αργότερα,
