Economist: Οι αμυντικές δαπάνες δεν μπορούν να γίνουν μοχλός ανάπτυξης - Αυτοί είναι οι λόγοι
Οι κυβερνήσεις οφείλουν να πουν την αλήθεια στον κόσμο, ότι οι δαπάνες θα γίνουν για την άμυνα και μόνο για αυτήν, τονίζεται.
Εάν τηρηθούν κατά γράμμα όσα αποφάσισε η Σύνοδος του NATO την Τετάρτη 25 Ιουνίου στη Χάγη, τότε μέχρι το 2035 τα κράτη-μέλη της συμμαχίας θα δαπανούν ετησίως 685 δισ. ευρώ περισσότερα από όσα έδιναν για αμυντικές δαπάνες πριν από το 2022.
Το ζητούμενο πλέον, όπως υποστήριξε στέλεχος της βρετανικής δεξαμενής σκέψης Chatham House, «είναι να φέρουμε τον κόσμο μαζί μας». Ένα διακύβευμα μεγάλο πράγματι.
Καθώς οι πολιτικοί προσπαθούν να «πουλήσουν» στα εκλογικά τους ακροατήρια τα οφέλη του επανεξοπλισμού, πολλοί υποστηρίζουν ότι η στρατιωτική δαπάνη θα φέρει και οικονομικά οφέλη, πέρα από την ασφάλεια.

Ο Βρετανός πρωθυπουργός Κιρ Στάρμερ υπόσχεται ότι η άμυνα θα προσφέρει «την επόμενη γενιά καλών, ασφαλών και καλά αμειβόμενων θέσεων εργασίας». Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δηλώνει ότι θα υπάρξουν «οφέλη για όλες τις χώρες».
Σύμφωνα με τον Economist, κερδισμένες θα έβγαιναν η έρευνα και η καινοτομία.
Η δημόσια χρηματοδοτούμενη καινοτομία έχει συχνά ως αποτέλεσμα την τόνωση της ιδιωτικής καινοτομίας. Σύμφωνα με μια πρόσφατη εκτίμηση, όταν η αμυντική R&D προσθέτει 1% στην προστιθέμενη αξία ενός κλάδου, η ετήσια αύξηση της παραγωγικότητάς του μπορεί να φτάσει το 8,3%.
Εξάλλου, το διαδίκτυο και η πυρηνική ενέργεια ήταν «προϊόντα» της στρατιωτικής έρευνας.
Γιατί η άμυνα δεν μπορεί να γίνει εργαλείο ανάπτυξης
Στην ανάλυση του Economist επισημαίνεται πως όσο πολιτικά ελκυστικά κι αν είναι τα παραπάνω επιχειρήματα, είναι λανθασμένα, καθώς η χρήση των στρατιωτικών δαπανών για οικονομικούς σκοπούς θα ήταν ένα ακριβό λάθος.
Η πιο προφανής οικονομική συνέπεια της αύξησης των αμυντικών δαπανών είναι η επιβάρυνση των δημόσιων οικονομικών.
Τα επίπεδα χρέους είναι ήδη υψηλά, ενώ οι δημοσιονομικές πιέσεις αυξάνονται λόγω της γήρανσης του πληθυσμού και των υψηλότερων επιτοκίων. Κατά μέσο όρο, κάθε χώρα του ΝΑΤΟ (εξαιρουμένων των ΗΠΑ) θα πρέπει να αυξήσει τις ετήσιες αμυντικές δαπάνες της κατά 1,5% του ΑΕΠ.

Ως αποτέλεσμα, άλλα μέρη του προϋπολογισμού -όπως οι κοινωνικές δαπάνες- θα υποστούν πιέσεις, συρρικνώνοντας το «μέρισμα ειρήνης» που ακολούθησε το τέλος του Ψυχρού Πολέμου.
Για να αντισταθμιστούν οι οικονομικοί πόροι που θα «φύγουν» σε δαπάνες για την άμυνα, θα πρέπει να γίνουν περικοπές, κάτι που έχει κοινωνικό και πολιτικό κόστος. Οπότε, διαφορετικά, οι χώρε απλά θα λειτουργούν με υψηλότερα ελλείμματα.
Η αύξηση των στρατιωτικών δαπανών, επομένως, θα τείνει να αυξήσει τα επιτόκια και να καταστήσει τα δημόσια οικονομικά πιο εύθραυστα -ακόμα κι αν προσφέρει περισσότερη ασφάλεια απέναντι σε εξωτερικές απειλές.
Επιπλέον, η στρατιωτική δαπάνη κοστίζει πολύ δεν βελτιώνει άμεσα το βιοτικό επίπεδο των πολιτών.
«Χλιαρή» επίδραση στην απασχόληση
Ο Economist «προσγειώνει» απότομα τους πολιτικούς που πιστεύουν ότι οι αμυντικές δαπάνες θα αντισταθμίσουν την αποβιομηχάνιση.
Η παραγωγή οπλικών συστημάτων, όπως και πολλοί άλλοι κλάδοι της βιομηχανίας, είναι πλέον εξαιρετικά εξειδικευμένη και αυτοματοποιημένη.
Ο επανεξοπλισμός, επομένως, είναι πιθανό να δημιουργήσει πολύ λιγότερες θέσεις εργασίας από όσες χάνονται λόγω της τεχνολογίας ή του ξένου ανταγωνισμού.

Σύμφωνα με μια εκτίμηση, η αύξηση των αμυντικών δαπανών στις ευρωπαϊκές χώρες του ΝΑΤΟ θα μπορούσε να δημιουργήσει 500.000 θέσεις εργασίας, αριθμός ασήμαντος σε σύγκριση με τους 30 εκατομμύρια εργαζόμενους στη βιομηχανία της ΕΕ.
Το βρετανικό δημοσίευμα εντοπίζει την κατάσταση αυτή στη φύση του σύγχρονου πολέμου που καθιστά απίθανη τη μαζική δημιουργία θέσεων εργασίας.
Για παράδειγμα, η κατασκευή drones – που προκαλούν την πλειονότητα των απωλειών στο πεδίο της μάχης – είναι σχετικά απλή. Επίσης, όσο πιο σημαντική γίνεται η τεχνητή νοημοσύνη, π.χ. για την καθοδήγηση και τον χειρισμό των drones, τόσο λιγότερες θέσεις εργασίας δημιουργούνται στις γραμμές παραγωγής και τόσο περισσότερα κέρδη καταλήγουν σε εταιρείες τεχνολογίας, σημειώνει ο Economist.
Ας μιλήσουν με ειλικρίνεια στους πολίτες
Τέλος, ο Economist τονίζει ότι οι μεγάλοι αμυντικοί προϋπολογισμοί θα φέρουν κυβερνήσεις αντιμέτωπες με διλήμματα μεταξύ ασφάλειας, αποδοτικότητας και ισότητας.
«Καθώς αυξάνονται οι δαπάνες, τοπικοί παράγοντες, εταιρείες και συνδικάτα θα πιέζουν ώστε τα κονδύλια να κατευθυνθούν προς αυτούς. Η υποχώρηση σε αυτές τις πιέσεις θα ήταν λάθος. Ένα από τα προβλήματα των ευρωπαϊκών αμυντικών δαπανών είναι ότι πάρα πολλές χώρες θέλουν να φτιάχνουν το δικό τους εξοπλισμό» σημειώνει φέρνοντας παράδειγμα ότι οι χώρες της ΕΕ χρησιμοποιούν 12 διαφορετικούς τύπους αρμάτων μάχης, ενώ οι ΗΠΑ μόνο έναν.
«Η πολλαπλότητα και ο κατακερματισμός οδηγούν σε σπατάλη και παρεμποδίζουν τη διαλειτουργικότητα των στρατών. Δηλαδή, δυσκολεύουν τις δυνάμεις των συμμάχων να συνεργαστούν αποτελεσματικά στο πεδίο της μάχης», τονίζει ο Economist.
Αν και η ασφάλεια αποτελεί το ύψιστο καθήκον των κυβερνήσεων, το βρετανικό δημοσίευμα υπενθυμίζει ότι η εύθραυστη κατάσταση των δημόσιων οικονομικών σημαίνει ότι θα πρέπει να είναι όσο το δυνατόν πιο αποδοτικός ο τρόπος με τον οποίο θα δαπανηθούν τα χρήματα των φορολογουμένων.
«Η ανεξέλεγκτη διοχέτευση κονδυλίων σε ευνοημένες περιοχές και βιομηχανίες δεν θα φέρει ευρύτερα οφέλη. Αντιθέτως, θα οδηγήσει σε περαιτέρω φορολογικές αυξήσεις ή περικοπές στις κοινωνικές δαπάνες», αναφέρει.
Έτσι, το άρθρο καταλήγει στο συμπέρασμα ότι για να είναι επιτυχημένος ο επανεξοπλισμός, οι κυβερνήσεις πρέπει να παρουσιάσουν στους πολίτες έναν ειλικρινή απολογισμό: ότι πρόκειται για δαπάνες με σκοπό αποκλειστικά την ασφάλεια.