Γλαύκωμα: Νέα μέθοδος έγκαιρης διάγνωσης και θεραπείας υπόσχεται οριστική λύση για την πάθηση
Μια ανακάλυψη στο Πανεπιστήμιο Μιζούρι ανοίγει τον δρόμο για νέες λύσεις στη μάχη με το γλαύκωμα.

Σε νέα μελέτη που δημοσιεύεται στο περιοδικό Investigative Ophthalmology and Visual Science περιγράφεται ένας τελείως διαφορετικός τρόπος αντιμετώπισης του γλαυκώματος, με την ανακάλυψη δύο μικρών μορίων στο υδατοειδές υγρό του ματιού.
Η σιωπηλή εξέλιξη της νόσου
Το γλαύκωμα, όπως αναφέρεται στο The Brighter Side News, αποτελεί μία από τις πιο επώδυνες παθήσεις των ματιών και είναι βασική αιτία μη αναστρέψιμης απώλειας όρασης παγκοσμίως. Η ασθένεια εξελίσσεται αθόρυβα, χωρίς να δίνει έγκαιρα συμπτώματα. Όταν οι ασθενείς αντιληφθούν ότι κάτι δεν πάει καλά, η βλάβη στο οπτικό νεύρο έχει ήδη προχωρήσει και μέρος της όρασης έχει χαθεί οριστικά. Αυτό καθιστά την πρόληψη και την έγκαιρη διάγνωση κρίσιμα όπλα απέναντι στη νόσο.
Οι νευρικές ίνες που πλήττονται από το γλαύκωμα, γνωστές ως γαγγλιακά κύτταρα του αμφιβληστροειδούς, είναι ζωτικής σημασίας. Μέσα από αυτά μεταφέρονται τα οπτικά σήματα από το μάτι στον εγκέφαλο. Όταν αυτά τα κύτταρα καταστραφούν, η όραση δεν μπορεί να αποκατασταθεί, καθώς σε αντίθεση με άλλους ιστούς, οι νευρώνες δεν αναγεννώνται. Μέχρι σήμερα, η βασική στρατηγική των γιατρών ήταν η μείωση της ενδοφθάλμιας πίεσης, η οποία μπορεί να καθυστερήσει αλλά όχι να σταματήσει την εξέλιξη της νόσου.
Τα μοριακά «καμπανάκια»
Η έρευνα από το Πανεπιστήμιο του Μιζούρι επικεντρώθηκε σε δύο βιοδείκτες, δηλαδή σε μοριακά «καμπανάκια» που θα μπορούσαν να προειδοποιήσουν για την ασθένεια πριν εμφανιστεί η απώλεια όρασης. Στο πλαίσιο αυτό, η ομάδα μελέτησε το υγρό που γεμίζει το πρόσθιο τμήμα του οφθαλμού. Έτσι βρέθηκε ότι οι συγκεντρώσεις δύο ουσιών, της αγματίνης και της θειαμίνης, ήταν σημαντικά χαμηλότερες σε άτομα με γλαύκωμα σε σχέση με όσους δεν είχαν τη νόσο.
Οι συγκεκριμένες ουσίες είναι μεταβολίτες, δηλαδή μικρά μόρια που παράγονται μέσα από τις βιοχημικές διεργασίες του οργανισμού. Εάν η παρουσία τους αποδειχθεί αξιόπιστος δείκτης, τότε ένα απλό τεστ θα μπορούσε να δίνει έγκαιρα σήμα κινδύνου, πριν η ασθένεια προχωρήσει. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι επιστήμονες εξετάζουν το ενδεχόμενο ανίχνευσής τους και μέσω αιματολογικής εξέτασης, που θα διευκόλυνε σημαντικά τη μαζική πρόληψη. Οι ερευνητές, μάλιστα, θέλησαν να διαπιστώσουν αν η αγματίνη και η θειαμίνη έχουν προστατευτική δράση. Σε προκλινικά πειράματα, η χορήγησή τους φάνηκε να μειώνει την απώλεια των γαγγλιακών κυττάρων και να βελτιώνει τη λειτουργία της όρασης, αφήνοντας ανοιχτό το ενδεχόμενο της αξιοποίησης αυτών των ουσιών στο μέλλον σε μορφή οφθαλμικών σταγόνων ή διατροφικών συμπληρωμάτων.
Προοπτική νέων θεραπειών
Η επόμενη φάση θα είναι οι ευρύτερες μελέτες και οι κλινικές δοκιμές σε ανθρώπους. Αν τα αποτελέσματα επιβεβαιωθούν, οι γιατροί θα μπορούσαν να έχουν στη διάθεσή τους είτε ένα απλό διαγνωστικό τεστ είτε νέα σκευάσματα που θα προστατεύουν άμεσα τα μάτια. Αυτό θα ήταν ιδιαίτερα χρήσιμο σε περιοχές με περιορισμένη πρόσβαση σε οφθαλμολογικές υπηρεσίες, όπου η έγκαιρη διάγνωση αποτελεί πρόκληση.
