Λάκης Γαβαλάς: «Η απιστία πρέπει να είναι ευχή - Όσο υπάρχει η απιστία, υπάρχει και ο έρωτας»
Ο σχεδιαστής μόδας μίλησε για το ότι σήμερα μπορείς να απιστήσεις ακόμα και μέσω των social media.
Ο Λάκης Γαβαλάς ξέρει πάντα τι θα πει και πάντα λέει αυτό το ξεχωριστό που θα προκαλέσει και θα βγάλει τίτλους που θα αναπαραχθούν. Στο launch party της φετινής, 32ης Athens Fashion Week, ο σχεδιαστής μόδας και επιχειρηματίας έδωσε απάντηση στην ατάκα της Σίσσυς Χρηστίδου ότι “η απιστία θα έπρεπε να είναι ποινικό αδίκημα” με τον δικό του χαρακτηριστικό τρόπο: «Η απιστία πρέπει να είναι ευχή. Όσο υπάρχει η απιστία, υπάρχει και ο έρωτας. Υπάρχει και η ίντριγκα στον έρωτα. Φαντάζεσαι να είσαι με κάποιον συνέχεια και να μην έχεις απιστήσει ποτέ; Το να ερωτοτροπήσεις κατά κάποιον τρόπο μέσω των social media κι αυτό απιστία λέγεται».
«Γεννήθηκα με άστρο»
Δεν είναι η πρώτη φορά που ο Γαβαλάς προκαλεί με τις δηλώσεις του. Στο παρελθόν έχει μιλήσει για τον εκκεντρικό του χαρακτήρα: «Γεννήθηκα με άστρο. Θα πρέπει και εγώ να δίνω μια εξέλιξη και μια καινοτομία και αυτό μερικοί το μεταφράζουν σαν ιδιαιτερότητα, σαν περίεργο. Δεν θέλω να ζω μονότονα, να είμαι πολύ πλούσιος συνέχεια, πολύ φτωχός συνέχεια, πολύ όμορφος συνέχεια, πολύ άσχημος συνέχεια... Τα θέλω με δόσεις».
«Θα με λες ή γυναικάρα ή άντρακλα»
Ο επιχειρηματίας της μόδας έχει αναφερθεί πολλές φορές και στο διάστημα που ήταν φυλακισμένος και έχει μοιραστεί μαζί μας διάφορα περιστατικά που του συνέβησαν, πάντα με τον δικό του, γλαφυρό τρόπο: «Μέσα στη φυλακή είχα φέρει κάποια ρούχα, από τις εταιρίες που είχα και άρχισα να μοιράζω σε κάποιους κρατούμενους. Μια κοινωνική λειτουργός μου είπε ότι δεν μπορούσα να το κάνω αυτό. Κόβω λοιπόν τη διανομή και ήταν ένας Άλβανός που δεν πρόλαβε να πάρει ρούχο. Άρχισε να κακιώνει μαζί μου και με έλεγε “motra”. Μου λένε οι άλλοι τι σημαίνει (“αδερφή”) και του είπα: “Άκουσε να δεις, θα με λες ή γυναικάρα ή άντρακλα! Ο άντρακλας σε στέλνει σ’ άλλη πτέρυγα και η γυναίκα σε κρατάει και σε φιλάει στο στόμα. Τι θες από τα δύο να κάνουμε αυτή τη στιγμή;”. Από τότε έπεσε απόλυτη σιγή. Δεν ξαναμίλησε ποτέ. Έσκυβε το κεφάλι όταν περνούσα. Και όταν ήταν να φύγω ήρθε και μου ζήτησε συγγνώμη».