Νέα ήθη και έθιμα στις ΗΠΑ: Δημοσιογράφοι θα πρέπει να ζητούν έγκριση για ό,τι δημοσιεύσουν
Το υπουργείο Πολέμου των ΗΠΑ ζητά από τους εκπροσώπους του Τύπου να υπογράψουν υπόμνημα 17 σελίδων, σύμφωνα με το οποίο θα χάνουν τη διαπίστευσή τους αν δημοσιεύσουν πληροφορίες χωρίς σχετική έγκριση.
Την ώρα που οι αντιδράσεις συνεχίζονται αναφορικά με το αιφνιδιαστικό κόψιμο της εκπομπής του Τζίμι Κίμελ, εξαιτίας σχολίων του για τη δολοφονία του Τσάρλι Κερκ, ο Τύπος στις ΗΠΑ δέχεται ακόμη ένα πλήγμα από την κυβέρνηση Τραμπ. Οι διαπιστευμένοι δημοσιογράφοι του υπουργείου Πολέμου, καλούνται πλέον να ζητούν... έγκριση για τα άρθρα τους, καθώς σε αντίθεση περίπτωση θα χάνουν την πρόσβαση στο Πεντάγωνο.
Οργανισμοί και επαγγελματίες των μέσων ενημέρωσης κατήγγειλαν τους νέους περιορισμούς του Πενταγώνου ως αντισυνταγματικούς, χαρακτηρίζοντάς τους ως επίθεση στην πρώτη τροπολογία, η οποία εγγυάται την ελευθερία του Τύπου.
Το Πεντάγωνο από την πλευρά του, αναφέρει ότι απαιτεί από τους δημοσιογράφους που είναι διαπιστευμένοι να υπογράψουν μια δέσμευση ότι θα απέχουν από την αναφορά πληροφοριών που δεν έχουν εγκριθεί για δημοσιοποίηση, συμπεριλαμβανομένων μη διαβαθμισμένων πληροφοριών.
Ένα υπόμνημα 17 σελίδων που δημοσίευσε το Υπουργείο Άμυνας των ΗΠΑ, το οποίο πρόσφατα μετονομάστηκε από την κυβέρνηση Τραμπ σε Υπουργείο Πολέμου, ανέφερε λεπτομερώς ότι οι δημοσιογράφοι που δεν συμμορφώνονται με την πολιτική κινδυνεύουν να χάσουν τα διαπιστευτήριά τους που τους παρέχουν πρόσβαση στο Πεντάγωνο.
«Οι πληροφορίες πρέπει να εγκρίνονται για δημόσια δημοσίευση από αρμόδιο εξουσιοδοτούντα υπάλληλο πριν από τη δημοσίευσή τους, ακόμη και αν δεν είναι διαβαθμισμένες», αναφέρει η οδηγία.
Οι υποστηρικτές της ελευθερίας του Τύπου κατήγγειλαν την απαίτηση περί μη αποκάλυψης ως επίθεση στην ανεξάρτητη δημοσιογραφία, όπως αναφέρει το Euronews σε δημοσίευμά του.
Οι νέοι περιορισμοί του Πενταγώνου έρχονται την ώρα που ο Ντόναλντ Τραμπ εντείνει τις απειλές, τις αγωγές και τις πιέσεις, καθώς επιδιώκει να αναδιαμορφώσει το τοπίο των αμερικανικών μέσων ενημέρωσης κι ενώ βρίσκεται εν μέσω δικαστικής διαμάχης με τους New York Times, από τους οποίους αξιώνει 15 δισεκατομμύρια ευρώ ως αποζημίωση.
«Αν οι ειδήσεις για τον στρατό μας πρέπει πρώτα να εγκριθούν από την κυβέρνηση, τότε το κοινό δεν λαμβάνει πλέον ανεξάρτητη δημοσιογραφία. Λαμβάνει μόνο ό,τι θέλουν να δουν οι αξιωματούχοι», δήλωσε ο Μάικ Μπάλσαμο, Πρόεδρος του Εθνικού Τύπου.
«Αυτό θα πρέπει να ανησυχήσει κάθε Αμερικανό», πρόσθεσε.
«Ακολουθείστε τους κανόνες ή πηγαίνετε σπίτι σας»
Ο υπουργός Άμυνας Πιτ Χέγσεθ ανακοίνωσε τους νέους περιορισμούς σε μια ανάρτηση στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, τονίζοντας ότι ο Τύπος «δεν διοικεί το Πεντάγωνο, το κάνει ο λαός».
Ανακοίνωσε επίσης ότι οι επαγγελματίες των μέσων ενημέρωσης δεν θα επιτρέπεται πλέον να περιφέρονται ελεύθερα στις αίθουσες του αρχηγείου του αμερικανικού στρατού.
«Ο Τύπος δεν επιτρέπεται πλέον να περιφέρεται στους διαδρόμους μιας ασφαλούς εγκατάστασης», σημείωσε. «Φορέστε ένα σήμα και ακολουθήστε τους κανόνες ή πηγαίνετε σπίτι σας».
Περιορισμοί μετά από σειρά διαρροών
Το αμερικανικό Πεντάγωνο έχει εκδιώξει πολλούς ειδησεογραφικούς οργανισμούς φέτος, ενώ παράλληλα έχει επιβάλει μια σειρά περιορισμών στον Τύπο, που περιλαμβάνουν την απαγόρευση εισόδου σε δημοσιογράφους σε ευρείες περιοχές του Πενταγώνου χωρίς κυβερνητική συνοδεία -περιοχές όπου ο Τύπος είχε πρόσβαση σε προηγούμενες κυβερνήσεις, καθώς κάλυπτε τις δραστηριότητες του ισχυρότερου στρατού στον κόσμο.
Το Πεντάγωνο ένιωσε αμηχανία στις αρχές της θητείας του Χέγσεθ όταν ο αρχισυντάκτης του αμερικανικού μέσου ενημέρωσης «The Atlantic», Τζέφρι Γκόλντμπεργκ, συμπεριλήφθηκε κατά λάθος σε μια ομαδική συνομιλία στην εφαρμογή ανταλλαγής μηνυμάτων Signal, όπου ο υπουργός Άμυνας συζήτησε σχέδια για επερχόμενες στρατιωτικές επιθέσεις στην Υεμένη.
Ο πρώην Σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας του Τραμπ, Μάικ Βαλτς, ανέλαβε την ευθύνη για την ένταξη του Γκόλντμπεργκ και μετακινήθηκε σε άλλη θέση εργασίας.
Το Υπουργείο Άμυνας ήρθε σε δύσκολη θέση επίσης από μια διαρροή στους New York Times ότι ο δισεκατομμυριούχος και πρώην βοηθός του Τραμπ, Έλον Μασκ, επρόκειτο να ενημερωθεί για τα σχέδια του αμερικανικού στρατού σε περίπτωση που ξεσπάσει πόλεμος με την Κίνα.
Αυτή η ενημέρωση δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ, κατόπιν εντολής του Τραμπ, και ο Χέγκεθ έθεσε σε διαθεσιμότητα δύο αξιωματούχους του Πενταγώνου στο πλαίσιο έρευνας για το πώς έγινε γνωστή αυτή η είδηση.
Τα μέσα ενημέρωσης αντεπιτίθενται
Το Σάββατο 20 Σεπτεμβρίου 2025, η Ένωση Επαγγελματιών Δημοσιογράφων εξέφρασε επίσης την αντίθεσή της στην κίνηση του Πενταγώνου, χαρακτηρίζοντάς την «ανησυχητική».
«Πρόκειται για την πιο κατάφωρη παραβίαση της ελευθερίας του Τύπου βάσει της Πρώτης Τροπολογίας -και αποτελεί ένα επικίνδυνο βήμα προς την κυβερνητική λογοκρισία», ανέφερε σε ανακοίνωσή της. «Οι προσπάθειες φίμωσης του Τύπου με το πρόσχημα της "ασφάλειας" αποτελούν μέρος ενός ανησυχητικού μοτίβου αυξανόμενης εχθρότητας της κυβέρνησης απέναντι στη διαφάνεια και τους δημοκρατικούς κανόνες».
Ο εκτελεστικός αρχισυντάκτης της Washington Post, Ματ Μάρεϊ, ανέφερε στην έκδοση του Σαββάτου (20/09) ότι η νέα πολιτική αντιβαίνει σε ό,τι είναι καλό για το αμερικανικό κοινό.
«Το Σύνταγμα προστατεύει το δικαίωμα αναφοράς των δραστηριοτήτων των δημοκρατικά εκλεγμένων και διορισμένων κυβερνητικών αξιωματούχων», σχολίασε ο Μάρεϊ.
«Οποιαδήποτε προσπάθεια ελέγχου των μηνυμάτων και περιορισμού της πρόσβασης από την κυβέρνηση αντιβαίνει στην Πρώτη Τροπολογία και στο δημόσιο συμφέρον».