Νέο τεστ προβλέπει την εμφάνιση κίρρωσης και καρκίνου του ήπατος με 88% ακρίβεια πριν τα συμπτώματα
Ένα απλό τεστ αίματος μπορεί να προειδοποιήσει για κίνδυνο ηπατικής νόσου μια δεκαετία πριν.

Ένα απλό αιματολογικό τεστ φαίνεται πως μπορεί να αλλάξει τον τρόπο που οι γιατροί εντοπίζουν σοβαρές παθήσεις του ήπατος, όπως η κίρρωση και ο καρκίνος, πολύ πριν εμφανιστούν τα πρώτα συμπτώματα.
Οι περισσότερες περιπτώσεις ηπατικής νόσου δεν γίνονται αντιληπτές μέχρι να εμφανιστούν επικίνδυνες επιπλοκές, όπως αιμορραγία ή ηπατική ανεπάρκεια. Σύμφωνα με μελέτη στο The BMJ ένα εργαλείο που μπορεί να προβλέψει εγκαίρως τον κίνδυνο, ειδικά σε άτομα με παχυσαρκία ή διαβήτη τύπου 2, θα μπορούσε κυριολεκτικά να σώσει ζωές.
Τι είναι το CORE
Οι ερευνητές από το Karolinska Institutet ανέπτυξαν το CORE (Cirrhosis Outcome Risk Estimator), ένα μοντέλο που βασίζεται σε πέντε απλούς δείκτες: ηλικία, φύλο και τις τιμές τριών ηπατικών ενζύμων (AST, ALT, GGT). Μέσα από αυτούς τους παράγοντες μπορεί να υπολογιστεί με ακρίβεια η πιθανότητα εμφάνισης σοβαρής ηπατικής νόσου μέσα στα επόμενα δέκα χρόνια. Το σημαντικό είναι ότι οι εξετάσεις αυτές ήδη περιλαμβάνονται σε τυπικούς ελέγχους ρουτίνας, άρα δεν απαιτούνται πρόσθετα ή εξειδικευμένα τεστ.
Όπως διαβάζουμε στο The Brighter Side News, η ανάπτυξη του μοντέλου έγινε με βάση μελέτες σε πάνω από 480.000 ενήλικες στη Στοκχόλμη, οι οποίοι παρακολουθήθηκαν για σχεδόν τρεις δεκαετίες. Αν και στην αρχή κανείς δεν είχε διάγνωση ηπατικής νόσου, ένα μικρό ποσοστό εμφάνισε τελικά κίρρωση, καρκίνο ή χρειάστηκε μεταμόσχευση. Από την ανάλυση φάνηκε ότι οι τρεις ηπατικές τιμές σε συνδυασμό με την ηλικία και το φύλο αρκούσαν για να προβλέψουν ποιοι διέτρεχαν τον μεγαλύτερο κίνδυνο.
Μέχρι σήμερα, οι γιατροί στηρίζονταν στο FIB-4, ένα εργαλείο που δεν είχε σχεδιαστεί για γενικό πληθυσμό και παρουσίαζε περιορισμούς. Το CORE αποδείχθηκε πιο ακριβές: μπορούσε να ξεχωρίσει με περίπου 88% ακρίβεια ποιοι θα αναπτύξουν σοβαρή νόσο, έναντι 79% του FIB-4.
Τι έδειξαν διεθνείς δοκιμές
Για να δοκιμάσουν την αξιοπιστία του, οι ερευνητές χρησιμοποίησαν δεδομένα από σχεδόν μισό εκατομμύριο άτομα στη Βρετανία και πάνω από 24.000 στη Φινλανδία. Τα αποτελέσματα επιβεβαίωσαν ότι το CORE αποδίδει το ίδιο καλά και εκτός Σουηδίας, με ακρίβεια γύρω στο 79%. Η σταθερότητα αυτή δείχνει ότι το εργαλείο μπορεί να εφαρμοστεί διεθνώς και όχι μόνο σε ευρωπαϊκά συστήματα υγείας.
Ένα ακόμα πλεονέκτημα είναι το χαμηλότερο κόστος. Η τιμή των τριών εξετάσεων που απαιτεί το CORE είναι χαμηλότερη κατά το ήμισυ από το πακέτο που απαιτεί το FIB-4, κάτι που καθιστά το νέο μοντέλο πιο προσιτό για μεγάλες καμπάνιες πρόληψης, ιδιαίτερα σε χώρες με περιορισμένους πόρους.
Το όφελος για τα συστήματα υγείας είναι επίσης μεγάλο, καθώς η έγκαιρη ανίχνευση εξαλείφει τις δαπάνες για μεταμοσχεύσεις και περίπλοκες θεραπείες. Οι επιστήμονες ήδη σχεδιάζουν να δοκιμάσουν το CORE σε ομάδες υψηλού κινδύνου και σε χώρες εκτός Ευρώπης.