Νίκος Γρίτσης: «Είμαι τεμπελάρας καλλιτέχνης, θέλω τον χρόνο μου - Την έμπνευση δεν την ορίζεις»
Ο στιχουργός μίλησε στο «EQ» για τη ζωή του, τη μητέρα του, την έμπνευση, μα και τη βία με την οποία μεγάλωσε και τον οδήγησε στη φυλακή.
Ο Νίκος Γρίτσης ήταν καλεσμένος στο «EQ» της Έλενας Παπαβασιλείου στο Action 24 και μίλησε για τα παιδικά του χρόνια, τη φυλακή, την αγάπη, το πώς είναι σαν πατέρας, αλλά και για την έμπνευση που δεν έρχεται κατά παραγγελία.
Τα παιδικά χρόνια
«Μέχρι τον χωρισμό των γονιών μου μεγάλωσα πριγκιπικά. Δηλαδή με τρεις μήνες διακοπές το καλοκαίρι στο παραλιακό μέρος της περιοχής, με τα καλύτερα ρούχα, με το καλύτερο ποδήλατο, με τον μπαμπά και τη μαμά να ξοδεύουν αφειδώς για το κανακάρη τους. Αυτό γκρεμίστηκε σε μια διαδικασία ενός χρόνου από τον χωρισμό και μετά, συν τη χρεοκοπία της οικογένειας, συν όλα τα υπόλοιπα, συν αρρώστιες. Ήμουν 14 στα 15 τότε. Ως ένα βαθμό με επηρέασε, αλλά με έκανε και πιο βαθύ άνθρωπο, θεωρώ. Από μικρός την άκουγα με τους ποιητές. Από μικρός δεν ήταν ο ήρωάς μου ο Σαραβάκος εκείνη την εποχή, ήταν ο Καρυωτάκης που κατάφερε να αποδείξει ότι η ζωή μας δεν είναι ένα παιχνίδι χωρίς ουσία, αλλά ένα παιχνίδι με ουσία».
Η βία
«Ήμουν παραβατικός γιατί ήθελα να κεντρίσω και να κερδίσω την προσοχή όλων με κάποιο τρόπο. Δεν μπορούσα να το κάνω μέσα από το ποδόσφαιρο, δεν ήμουν τόσο καλός. Από το μπάσκετ πάλι όχι γιατί δεν ήμουν τόσο ψηλός, οπότε το έκανα με έναν άλλο κοινωνικό τρόπο. Δεν μπορούσα να κλέψω, δεν μπορούσα να κάνω απόλυτο κακό, δεν χτύπησα ποτέ άνθρωπο μαζί με κάποιον άλλον. Δεν είμαι της σημερινής βίαιης λογικής. Ένιωθα τον πόνο του άλλου. Δεν κοιμόμουν για μέρες. Σκεφτόμουν αν πάθω το ίδιο εγώ τι θα γινόταν. Σκεφτόμουν να δημιουργώ συνθήκες αντεκδίκησης και ότι θα μου βγουν μπροστά μου την ώρα που δεν τις θέλω. Και μου έχουν συμβεί περιστατικά».
Η φυλακή
«Μπήκα σε μια δύσκολη εποχή στη φυλακή. Είχε πολλές εξεγέρσεις το 1995 σε όλες τις ελληνικές φυλακές, είχε νεκρό στον Κορυδαλλό,, πήγα στην Πάτρα, μετά στο Ναύπλιο. Έζησα ένα εργάκι το οποίο συμπυκνωμένο μου έδειξε μια εικόνα αγριάδας. Εκεί μέσα γνώρισα τον ανθρώπινο παράγοντα πολύ καλύτερα. Δηλαδή δεν έχεις την ευκαιρία να βλέπεις δέκα φονιάδες μαζεμένους σε πέντε τετραγωνικά μέτρα, ούτε έχεις την ευκαιρία να παίζεις μπάλα με κάποιον που σκότωσε πέντε.
Θεωρούσα τον εαυτό μου πολύ άντρα, αλλά εκεί κατάλαβα τα περιθώρια μου ως άντρα και δεν εννοώ ερωτικά, εννοώ πόσο μάγκας είμαι, πόσο νταής είμαι, κατάλαβα ότι δεν είμαι. Εγώ ήμουν 75 κιλά κατηγορία στην πυγμαχία, δηλαδή 1,78 στο ύψος, δεν ήμουνα κάτι τρομακτικό. Έπρεπε να τρομάξω με το ξύλο των άλλων. Έπρεπε να σωριάσω κάποιον ψηλό, μυώδη κάτω για να δείξω στους άλλους τι αξίζω. Αλλά αυτό πόσες φορές μπορείς να το κάνεις και με πόσους μπορείς να το κάνεις; Ποιος είμαι ο Τζάκι Τσαν; δεν είμαι».
Η αγάπη και έμπνευση
«Όλοι οι άνθρωποι την πραγματική αγάπη τη βλέπουμε σαν κάτι πολύ δύσκολο, γιατί προϋποθέτει θυσίες, υποχωρήσεις, προϋποθέτει να βάλεις έναν άλλον ψηλότερα από τον εαυτό σου, οπότε είναι δύσκολο πράγμα η αγάπη. Το ζήτημα είναι να βάλει κάποιος πάνω από όλο τον υπόλοιπο κόσμο εσένα. Είμαι τεμπέλης καλλιτέχνης. Είμαι τεμπελάρας καλλιτέχνης. Δηλαδή θέλω να πάρω τον χρόνο μου, να ανοίξω τα στραβά μου, τα βιβλιαράκια μου, να μου έρθει, γιατί η έμπνευση είναι κάτι το οποίο είναι άυλο και δεν το ορίζεις. Έρχεται από το υποσυνείδητο, από το ασυνείδητο.
Η έμπνευση σε κάθε τραγούδι μπορεί να έρχεται εξοστρακισμένη από κάπου, από σπόντα. Γράφω 1 στα 20 χαρούμενο θετικό τραγούδι και πάλι το δικαιολογώ μέσα, δηλαδή στο “Καλοκαίρι μου” του Χατζηγιάννη λέει “Κι άμα το αύριο είναι στο χέρι μου” έχει τον πεσιμισμό ότι δεν θα είναι στο χέρι μου το αύριο. Έχω μια γείωση από το όνειρο, από τη φαντασία, μια γείωση από αυτό που θέλουμε, σε αυτό που μπορούμε να έχουμε».
Η μούσα του
«Ο πατέρας μου ήταν ένας ποδοσφαιριστής Β’ Εθνικής στον Παναρκαδικό, ο οποίος βάραγε στο ποδόσφαιρο. Ήταν σέντερ μπακ, έσπαγε πόδια, έσπαγε πλευρά και στη ζωή του γενικότερα ήταν ένας πολύ ενεργητικός άνθρωπος, όσον αφορά τη βία. Δηλαδή ήταν, όχι με μας βίαιος, αλλά ήταν βίαιος με όλους τους υπόλοιπους γύρω γύρω. Αυτό το υιοθέτησα ως ένα βαθμό. Και επειδή ήθελα να έχω την προστασία της μάνας μου σε σχέση με ένα βίο πατέρα όταν χώρισαν, έπρεπε να γίνω αντίστοιχα βίαιος εγώ. Δηλαδή τύπου να την προστατεύσω από αυτόν που έχω μάθει τη βία. Η μαμά μου είναι η μούσα μου. Κάθε φορά που αισθάνομαι κάτι, κάθε φορά που βλέπω κάτι προσπαθώ να το δω μέσα από τα μάτια της πώς το έβλεπε αυτή, ενώ δεν το είχα κάνει όλη μου τη ζωή, το έκανα από τον θάνατό της και μετά.
Η μάνα μου με έβαλε, έγραψα. Με τον θάνατό της το 1998, από καρκίνο στα 45 της, με έβαλε στη διαδικασία να ξεθάψω από μέσα μου αυτά τα ωραία στοιχεία που είχα θάψει για να το παίξω σκληρός άντρας και να μπω στη διαδικασία να καταλάβω ότι μπορώ σαν ευαίσθητο πλάσμα του Θεού να εκφραστώ με τον τρόπο που θέλω. Και πίστευα ότι αυτό θα την έκανε και υπερήφανη κι ας μην πρόλαβε να με δει στιχουργό. Κι όσο δεν μπορείς να το κάνεις, γιατί ο θάνατος δεν σε αφήνει να το κάνεις, τόσο πιο πολύ πεισμώνεις και γίνεσαι καλύτερος στο αντικείμενο σου επειδή δεν πρόκειται να σε ακούσει αυτός που ήθελες».
Ενεργός πατέρας
«Είμαι ερωτευμένος με τα παιδιά μου από την πρώτη στιγμή που γεννηθήκανε και με τον τρόπο και τη χρονική περίοδο που ήρθαν στη ζωή μου. Δεν ήμουν σε καμία περίπτωση υποδειγματικός πατέρας γιατί είχα μία περίοδο νύχτας ακόμα στη ζωή μου. Δεν ήξερα, έμαθα να είμαι πατέρας και προσπαθώ ακόμα τώρα που ένας έχει πάει 18 και ο άλλος 16 να φτιάξω ένα πιάτο φαΐ και να το ευχαριστηθώ γιατί λέω θα μου φύγει θα πάει φαντάρος, τουλάχιστον θα τον ταΐσω άλλη μια μέρα. Να νιώσω και μάνα λίγο, χωρίς να υπάρχει αυτή η ανάγκη αφού την έχουν τη μητέρα τους».