Επιχείλιος έρπης: Εξαιρετικά επικίνδυνος για τον εγκέφαλο, λέει μελέτη – Τι μπορεί να προκαλέσει
Ο επιχείλιος έρπης μπορεί να προκαλέσει Αλτσχάιμερ δεκαετίες αργότερα, λένε οι ειδικοί στις νευροεκφυλιστικές νόσους.

Νέα μελέτη που δημοσιεύεται στο British Medical Journal αναφέρει ότι ο ιός του επιχείλιου έρπη μπορεί να έχει σοβαρές επιπτώσεις στην υγεία του εγκεφάλου και να προκαλέσει Αλτσχάιμερ. Η ιδέα αυτή αποτελεί κομμάτι μιας νέας αντίληψης για τις νευροεκφυλιστικές παθήσεις, σύμφωνα με την οποία εξωτερικοί μικροβιακοί παράγοντες μπορεί να έχουν μακροπρόθεσμες επιπτώσεις στον εγκέφαλο.
Το Αλτσχάιμερ είναι μια νόσος με καταστροφικά αποτελέσματα. Οι ασθενείς χάνουν τις αναμνήσεις τους, τον χαρακτήρα τους, δεν μπορούν να λειτουργήσουν μόνοι τους και αποτελούν φόρτο για τις οικογένειές τους και το σύστημα υγείας. Οι άνω των 55 αποτελούν το 60-80% των περιπτώσεων, δηλαδή η ασθένεια πλήττει σχετικά νέους ανθρώπους, ενώ μέχρι το 2050 τα κρούσματα θα τριπλασιαστούν, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Στις ΗΠΑ μόνο, το κόστος περίθαλψης ανέρχεται στα 305 δισ. δολάρια τον χρόνο. Επιπλέον, οι κοινωνικές και ψυχολογικές επιπτώσεις της ασθένειας είναι τεράστιες, με τις οικογένειες να αντιμετωπίζουν συναισθηματική εξάντληση και οικονομικά βάρη.
Η σιωπηλή απειλή του HSV-1 στον εγκέφαλο
Οπως διαβάζουμε στο zmescience.com, οι επιστήμονες που ερευνούν το Αλτσχάιμερ εστιάζουν στα εγκεφαλικά συμπτώματα και ειδικά στη συσσώρευση πλακών β-αμυλοειδούς και συσσωματωμάτων της πρωτεΐνης tau, που «πνίγουν» τα νευρικά κύτταρα. Ωστόσο, οι ερευνητές από την εταιρεία Gilead Sciences και το Πανεπιστήμιο της Ουάσινγκτον κατόρθωσαν να συσχετίσουν τον επιχείλιο έρπη με το Αλτσχάιμερ: όσοι είχαν προσβληθεί από τον ιό είχαν 80% περισσότερες πιθανότητες να αναπτύξουν την ασθένεια. Αυτό σημαίνει ότι η συχνότητα εμφάνισης της ασθένειας στους άνω των 65 ετών αυξάνει από 11% σε 19,8%. Η ανάλυση βασίστηκε σε μεγάλο δείγμα ασθενών και προκύπτει από διαχρονική παρακολούθηση που καλύπτει περισσότερα από 20 χρόνια.
Αντιικά φάρμακα και καθυστέρηση της νόσου – Τι δείχνουν τα νούμερα
Η συσχέτιση φαίνεται πως είναι ακόμα πιο ισχυρή. Όσοι πήραν αντιικά φάρμακα μετά τη διάγνωση του έρπητα είχαν 17% χαμηλότερη πιθανότητα να αναπτύξουν Αλτσχάιμερ σε σύγκριση με όσους δεν πήραν κάποια αγωγή. Ωστόσο, η μελέτη βασίζεται σε δεδομένα από ασφαλιστικές εταιρείες και το ποσοστό αυτών με HSV-1 είναι 0,44%, δηλαδή πολύ λιγότερο από τον πραγματικό μέσο όρο (γιατί, προφανώς, οι ασφαλιστικές εταιρείες δεν ελέγχουν τον έρπη). Αυτό σημαίνει πως η πραγματική επίδραση μπορεί να είναι ακόμα μεγαλύτερη, ενώ η ελλιπής διάγνωση πιθανώς υποτιμά τον κίνδυνο.
Σχετικά με τον μηχανισμό που συνδέει τον ιό HSV-1 με το Αλτσχάιμερ, οι ερευνητές εικάζουν ότι η ανάπτυξη πλακών β-αμυλοειδούς είναι μια φυσική μορφή άμυνας στη μόλυνση, που με την πάροδο του χρόνου οδηγεί στην εμφάνιση συμπτωμάτων. Παράλληλα, όσο πιο συχνές είναι οι ενεργοποιήσεις του ιού και ακολούθως του ανοσοποιητικού συστήματος, τόσο περισσότερο δημιουργούνται οι συνθήκες για γνωστικό εκφυλισμό. Θεωρείται, μάλιστα, ότι η μόλυνση με HSV-1 προκαλεί φλεγμονή τόσο στο σώμα όσο και στον εγκέφαλο, η οποία έχει ήδη αναγνωριστεί ως ένας από τους κυριότερους παράγοντες που συντελούν στην επιδείνωση νευροεκφυλιστικών ασθενειών. Φυσικά, απαιτούνται περισσότερες έρευνες, αλλά οι επιστήμονες έχουν αρκετά στοιχεία που υποδηλώνουν αυτή τη σχέση.
Μια ξεχωριστή θεωρία είναι ότι το γονίδιο ApoE-ε4 παίζει σημαντικό ρόλο, καθώς είναι ένας από τους παράγοντες κινδύνου για Αλτσχάιμερ και σχετίζεται με τις εξάρσεις του HSV-1. Η παρουσία του εν λόγω γονιδίου φαίνεται να επηρεάζει την ικανότητα του οργανισμού να απομακρύνει τις τοξικές πρωτεΐνες από τον εγκέφαλο.
Οι υποστηρικτές και οι επικριτές της θεωρίας: Τι μένει να αποδειχθεί
Ωστόσο, υπάρχει και ο αντίλογος. Κάποιοι επιστήμονες θεωρούν ότι υπερεκτιμάται ο ρόλος του HSV-1, καθώς δεν λαμβάνεται υπόψη ότι απουσιάζει στο 99,56% των περιπτώσεων. Η μείωση του κινδύνου κατά 17% με αντιερπητικά φάρμακα μεταφράζεται σε μια καθυστέρηση μόνο 9 μηνών στην εμφάνιση Αλτσχάιμερ, κάτι που δεν θα μειώσει τον «λογαριασμό» των 305 δισ. δολαρίων. Επιπλέον, τονίζεται ότι η πολυπαραγοντική φύση της ασθένειας καθιστά δύσκολη την εξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων από μεμονωμένες συσχετίσεις.
Επομένως, θα χρειαστούν περαιτέρω έρευνες για να αποδείξουν, έστω και στατιστικά, τη σχέση μεταξύ HSV-1 και Αλτσχάιμερ. Υπάρχει μεν ένας αυξανόμενος όγκος ερευνητικών δεδομένων που συνδέει τα δύο, αλλά προς το παρόν όχι τόσο μεγάλος ώστε να κατατάξει τον ερπητοϊό στους παράγοντες επικινδυνότητας για Αλτσχάιμερ. Οι μελλοντικές μελέτες αναμένεται να επικεντρωθούν στην πρόληψη, την έγκαιρη διάγνωση και την ανάπτυξη νέων θεραπευτικών στρατηγικών που θα βασίζονται στην αναστολή της δράσης του ιού.