Μητρική κατάθλιψη και ΔΕΠΥ: Πώς επηρεάζουν την ψυχική υγεία του παιδιού
Έρευνα δείχνει ότι ο συνδυασμός κατάθλιψης και ΔΕΠΥ στη μητέρα μπορεί να επιβαρύνει την ανάπτυξη του παιδιού ήδη από τα δύο έτη.
Τα πρώτα χρόνια της ζωής ενός παιδιού θεωρούνται καθοριστικά για την ανάπτυξη του ανθρώπινου Εγκεφάλου και τη συναισθηματική του ωρίμανση. Νέα επιστημονική μελέτη, η οποία δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Research on Child and Adolescent Psychopathology δείχνει ότι όταν μια μητέρα βιώνει ταυτόχρονα συμπτώματα κατάθλιψης και δυσκολίες συγκέντρωσης και οργάνωσης που παραπέμπουν σε διαταραχή ελλειμματικής προσοχής/υπερκινητικότητας (ΔΕΠΥ), τότε ο κίνδυνος να εμφανίσει το παιδί της σημάδια μελαγχολίας και προβλήματα προσοχής αυξάνεται σημαντικά.
Όπως διαβάζουμε στο PsyPost, η σχέση ανάμεσα στην ψυχική υγεία της μητέρας και την αναπτυξιακή πορεία του παιδιού έχει μελετηθεί εκτενώς στο παρελθόν. Η κατάθλιψη, από μόνη της, μπορεί να επηρεάσει τη δυνατότητα μιας μητέρας να αλληλεπιδράσει με συνέπεια και ζεστασιά με το παιδί της. Παράλληλα, δυσκολίες που σχετίζονται με τη ΔΕΠΥ και η παρορμητικότητα μπορούν να δυσχεραίνουν ακόμη περισσότερο την καθημερινή φροντίδα ενός βρέφους. Όταν τα δύο αυτά στοιχεία συνυπάρχουν, το περιβάλλον στο οποίο μεγαλώνει ένα παιδί μπορεί να γίνει πιο ασταθές.
Πώς διεξήχθη η μελέτη
Η συγκεκριμένη έρευνα παρακολούθησε 156 μητέρες από την εγκυμοσύνη τους μέχρι τα δύο πρώτα χρόνια ζωής των παιδιών τους. Οι μητέρες αξιολογήθηκαν για συμπτώματα ΔΕΠΥ κατά τη διάρκεια της κύησης, ενώ τα συμπτώματα κατάθλιψης εξετάστηκαν τρεις φορές: στην εγκυμοσύνη, στους τρεις μήνες μετά τον τοκετό και όταν τα παιδιά συμπλήρωσαν τα δύο τους χρόνια. Παράλληλα, η συναισθηματική κατάσταση των παιδιών και η ικανότητά τους να παραμένουν συγκεντρωμένα καταγράφηκαν όταν ήταν δύο ετών, μέσα από ερωτηματολόγια αλλά και παρατήρηση παιχνιδιού με απλά αντικείμενα.
Τι έδειξαν τα αποτελέσματα
Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι δεν αρκεί να εξετάζουμε την κατάθλιψη ή τη ΔΕΠΥ μεμονωμένα. Αντίθετα, τα παιδιά παρουσίασαν περισσότερα σημάδια λύπης, ευερεθιστότητας και μειωμένου ενδιαφέροντος για παιχνίδι, όταν οι μητέρες τους είχαν υψηλά επίπεδα και των δύο τύπων συμπτωμάτων. Μάλιστα, το κρίσιμο χρονικό σημείο φάνηκε να είναι οι πρώτοι μήνες μετά τη γέννα, όταν η μητέρα και το παιδί «χτίζουν» τη μεταξύ τους επικοινωνία και συναισθηματική σύνδεση. Σε μητέρες που εμφάνιζαν ήπια συμπτώματα ΔΕΠΥ, η παρουσία κατάθλιψης δεν συνδεόταν τόσο έντονα με δυσκολίες στο παιδί — κάτι που δείχνει πως η ΔΕΠΥ λειτουργεί ως πολλαπλασιαστής κινδύνου.
Οι ερευνητές σημειώνουν πως η αξιολόγηση των παιδιών με τη βοήθεια ερωτηματολογίου βασίστηκε κυρίως στις αναφορές των ίδιων των μητέρων, γεγονός που μπορεί να επηρεαστεί από την ψυχική τους κατάσταση. Ωστόσο, η παρατήρηση της συμπεριφοράς των παιδιών στο παιχνίδι προσέφερε μια πιο αντικειμενική διάσταση στα συμπεράσματα. Αξίζει να αναφερθεί επίσης ότι η μελέτη δεν εξέτασε άμεσα τον τρόπο αλληλεπίδρασης μητέρας-παιδιού, κάτι που θα μπορούσε να φωτίσει ακόμη περισσότερο τους μηχανισμούς πίσω από αυτή τη σχέση.
Παρά τους περιορισμούς, η μελέτη υπογραμμίζει την ανάγκη για ολοκληρωμένη προσέγγιση στην ψυχική υγεία των νέων μητέρων. Συχνά, η κατάθλιψη αντιμετωπίζεται χωρίς παράλληλα να αξιολογούνται συμπτώματα διάσπασης προσοχής ή αντίστροφα. Όμως, όπως φαίνεται, η παράλειψη της μίας διάστασης μπορεί να αφήσει κενά στην υποστήριξη.