«Σήμα» Στουρνάρα για τιμαριθμοποίηση της φορολογικής κλίμακας και αλλαγές υπέρ των μισθωτών
Θέμα ακύρωσης των έξτρα επιβαρύνσεων από τις αυξήσεις στις αποδοχές ανοίγει ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος.

Το κεφάλαιο της τιμαριθμικής αναπροσαρμογής της φορολογικής κλίμακας, που θα εξουδετερώσει το αυτόματο «φούσκωμα» του φόρο-λογαριασμού από τις αναπροσαρμογές σε μισθούς και συντάξεις, ανοίγει ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας, συστήνοντας στη κυβέρνηση να προχωρήσει στην ενίσχυση της προοδευτικότητας του φορολογικού συστήματος για τη δικαιότερη κατανομή των βαρών.
Στην έκθεση Νομισματικής Πολιτικής 2024 -2025 επισημαίνεται ότι η «φορολογική διάβρωση» υπονομεύει τη δικαιοσύνη και τη βιωσιμότητα της φορολογικής πολιτικής, καθώς οδηγεί σε αυξημένη φορολογία χωρίς ουσιαστική βελτίωση της φοροδοτικής ικανότητας, πλήττοντας κυρίως τα μεσαία και χαμηλά εισοδήματα. Η στρέβλωση έχει να κάνει με το γεγονός ότι οι αμοιβές αυξάνονται ονομαστικά λόγω πληθωρισμού ή συλλογικών διαπραγματεύσεων χωρίς όμως να συνοδεύονται από ανάλογες διορθώσεις στα φορολογικά όρια.
Σημειώνεται ότι λόγω της μη τιμαριθμοποίησης της φορολογικής κλίμακας οι εργαζόμενοι, που λαμβάνουν αυξήσεις μισθών με βάση τις οποίες το ετήσιο εισόδημα ανεβαίνει κλιμάκιο και συντελεστή, καλούνται να πληρώσουν έξτρα φόρο, με αποτέλεσμα ένα μέρος ή και ολόκληρη η αύξηση να πηγαίνει στην εφορία ενώ δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που η πρόσθετη επιβάρυνση λόγω μετάβασης σε υψηλότερο κλιμάκιο οδηγεί σε μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος.
Ενισχύθηκε η ελαστικότητα του φόρου εισοδήματος
Σε ειδικό κεφάλαιο για την περίοδο 2019–2023 η Τράπεζα της Ελλάδος διαπιστώνει ότι η αύξηση της φορολογικής επιβάρυνσης δεν ήταν αποτέλεσμα αλλαγής στη νομοθεσία αλλά μη προσαρμογής των φορολογικών κλιμακίων στον πληθωρισμό και αναφέρει χαρακτηριστικά ότι η ελαστικότητα του φόρου εισοδήματος - δηλαδή το πόσο αυξάνονται τα έσοδα για κάθε 1% αύξηση εισοδήματος - ενισχύθηκε από 1,8 το 2019 σε 2,0 το 2023.
Σύμφωνα με την έκθεση, το 70% της φορολογικής διάβρωσης το 2023 προήλθε από τη μετακίνηση φορολογουμένων σε υψηλότερα φορολογικά κλιμάκια έναντι μόλις 20% το 2019. Η μετατόπιση αφορά κυρίως εργαζόμενους που αν και παραμένουν στο ίδιο επίπεδο αγοραστικής δύναμης εμφανίζονται εισοδηματικά «πλουσιότεροι» και φορολογούνται αυστηρότερα.
Αισθητή επιβάρυνση για τα μεσαία στρώματα
Όπως σημειώνει η έκθεση παρά τις μειώσεις συντελεστών, τη νέα κλίμακα και τις αλλαγές στις εισφορές η απουσία θεσμοθετημένου μηχανισμού τιμαριθμοποίησης κρατά ψηλά το φορολογικό βάρος. Αν και τα έσοδα από τον φόρο εισοδήματος παρέμειναν στο 5,9% του ΑΕΠ και ο μέσος συντελεστής μειώθηκε οριακά στο 8,7%, η επιβάρυνση για τα μεσαία στρώματα παραμένει αισθητή.
Η Τράπεζα της Ελλάδος τάσσεται υπέρ της ενίσχυσης της προοδευτικότητας του φορολογικού συστήματος που θα λειτουργήσει ως ανάχωμα στη φορολογική διάβρωση, οδηγώντας σε δικαιότερη κατανομή των βαρών και ενίσχυση της συμμόρφωσης ενώ αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο για «ευέλικτες» μορφές τιμαριθμοποίησης, προσαρμοσμένες στις εισοδηματικές ομάδες που πλήττονται περισσότερο.
Πάντως δεν προτείνει ρητά την καθιέρωση μόνιμου μηχανισμού τιμαριθμικής αναπροσαρμογής, αλλά συστήνει την ενσωμάτωση της ποσοτικοποίησης της διάβρωσης στον μεσοπρόθεσμο δημοσιονομικό σχεδιασμό αναφέροντας ότι η καταγραφή και ανάλυση των επιδράσεων θα βελτιώσει την ακρίβεια των εκτιμήσεων για τα έσοδα και θα στηρίξει πιο στοχευμένες και κοινωνικά δίκαιες παρεμβάσεις.
