Σούπερ μάρκετ: Οι χώρες της ΕΕ με το ακριβότερο καλάθι - Τι έδειξε η σύγκριση τιμών για την Ελλάδα
Η διαχρονική σύγκριση τιμών με το εξωτερικό δείχνει ότι τα τελευταία χρόνια η Ελλάδα έχει συνεχώς φθηνότερο το τυπικό καλάθι. Επιβαρυντικός ωστόσο για τη χώρα μας ο παράγοντας ΦΠΑ.

Το Ινστιτούτο Έρευνας Λιανεμπορίου Καταναλωτικών Αγαθών (ΙΕΛΚΑ) δημοσίευσε τα αποτελέσματα της τελευταίας του έρευνας σύγκρισης τιμών, επιβεβαιώνοντας για άλλη μια φορά ότι το τυπικό καλάθι προϊόντων στα ελληνικά σούπερ μάρκετ είναι σημαντικά φθηνότερο σε σύγκριση με οκτώ ευρωπαϊκές χώρες: Γαλλία, Ηνωμένο Βασίλειο, Ισπανία, Ιταλία, Πορτογαλία, Γερμανία και Ρουμανία.
Η έρευνα, που βασίζεται σε στοιχεία από πλατφόρμες σύγκρισης τιμών και τιμοληψίες από αλυσίδες σούπερ μάρκετ τον Απρίλιο του 2025, αναδεικνύει τις πραγματικές τιμές των προϊόντων, τόσο με όσο και χωρίς την επίδραση του ΦΠΑ.
Η μεθοδολογία της έρευνας
Για την παρούσα ανάλυση, το ΙΕΛΚΑ συνέκρινε τις τιμές σε 40 συνολικά κατηγορίες προϊόντων, εξετάζοντας ένα σημαντικό δείγμα πάνω από 6.000 τιμών προϊόντων από 44 διαφορετικές αλυσίδες σούπερ μάρκετ στις οκτώ χώρες. Τα στοιχεία περιλαμβάνουν τόσο επώνυμα προϊόντα όσο και προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας, αφορώντας αποκλειστικά αλυσίδες σούπερ μάρκετ.

Συγκριτικά αποτελέσματα: Ελληνική πρωτιά σε χαμηλές τιμές
Η σύγκριση των μέσων τιμών των καλαθιών, συμπεριλαμβανομένου του ΦΠΑ, έδειξε ότι όλες οι υπόλοιπες χώρες έχουν σημαντικά ακριβότερο μέσο καλάθι από την Ελλάδα:
- Γερμανία: 46% ακριβότερη
- Γαλλία: 26% ακριβότερη
- Ηνωμένο Βασίλειο: 24% ακριβότερο
- Ιταλία: 15% ακριβότερη
- Πορτογαλία, Ισπανία, Ρουμανία: 7%, 9% και 9% ακριβότερες αντίστοιχα.
Η εικόνα γίνεται ακόμη πιο εντυπωσιακή όταν αφαιρεθεί ο αναλογούν ΦΠΑ ανά χώρα, προκειμένου να γίνουν αντιληπτές οι πραγματικές τιμές των προϊόντων σούπερ μάρκετ:
- Γερμανία: 54% ακριβότερη
- Γαλλία: 33% ακριβότερη
- Ηνωμένο Βασίλειο: 33% ακριβότερο
- Ιταλία: 23% ακριβότερη
- Ισπανία: 18% ακριβότερη
- Ρουμανία: 14% ακριβότερη
- Πορτογαλία: 10% ακριβότερη

Επιβαρυντικός ο παράγοντας ΦΠΑ
Η βασική αιτία για αυτήν τη διαφορά στις τιμές μετά την αφαίρεση του ΦΠΑ είναι ο σημαντικά υψηλότερος ΦΠΑ τροφίμων και ποτών στην Ελλάδα (13%) σε σύγκριση με τις άλλες χώρες. Σε αυτές, πολλά τρόφιμα που στην Ελλάδα υπάγονται ακόμα και στον υψηλό συντελεστή ΦΠΑ (24%) εμπίπτουν σε χαμηλότερους συντελεστές (π.χ. 6%, 5,5%, 4% ή ακόμα και 0%). Ελάχιστα είναι τα προϊόντα που έχουν χαμηλό ΦΠΑ στην Ελλάδα και υψηλό στις άλλες χώρες (π.χ., μωρομάντηλα).
Σημειώνεται ότι οι ειδικοί φόροι κατανάλωσης (π.χ. καφές) δεν συνυπολογίζονται.


Διαχρονική η συγκράτηση των τιμών
Το γενικό συμπέρασμα είναι ότι το οργανωμένο ελληνικό λιανεμπόριο τροφίμων (σούπερ μάρκετ) παρέχει στους Έλληνες καταναλωτές πρόσβαση σε προϊόντα με κατά μέσο όρο χαμηλότερες τιμές. Αυτό οφείλεται στην οργανωμένη προσπάθεια των προμηθευτών και των λιανεμπόρων για συγκράτηση των τιμών τα τελευταία χρόνια.
Η τάση αυτή, με μικρές διακυμάνσεις, είναι διαχρονική την τελευταία 12ετία που πραγματοποιείται η συγκεκριμένη έρευνα από το ΙΕΛΚΑ.
Η διαχρονική σύγκριση τιμών με το εξωτερικό δείχνει ότι τα τελευταία χρόνια η Ελλάδα συνεχώς έχει φθηνότερο το τυπικό καλάθι από τις συγκρινόμενες χώρες με κάποιες διακυμάνσεις οι οποίες δεν αλλάζουν το γενικό συμπέρασμα της ανάλυσης.
Είναι σημαντικό να ληφθούν υπόψη διάφοροι παράγοντες κατά τη σύγκριση τιμών μεταξύ χωρών, όπως:
- Ύψος συντελεστών ΦΠΑ και ειδικών φόρων κατανάλωσης.
- Συνολική φορολογία.
- Αγροτική και βιομηχανική παραγωγή.
- Καταναλωτικές συνήθειες (π.χ., συσκευασμένα/μη συσκευασμένα, προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας).
- Καιρικές συνθήκες και φυσικές καταστροφές.
- Κόστος ενέργειας, καυσίμων και μεταφορών.
- Μισθολογικό-εργασιακό κόστος.
- Απόσταση από παραγωγικά κέντρα και αντίστοιχα κόστη.
- Πολυπλοκότητα της γεωγραφίας (οδικό δίκτυο, νησιά).
- Μέγεθος αγοράς, αγοραστική δύναμη και οικονομίες κλίμακας.
- Αναλογία οργανωμένου λιανεμπορίου και μικρών σημείων πώλησης.
- Ισοζύγιο εξαγωγών-εισαγωγών τροφίμων και πρώτων υλών.
- Κόστη παραγωγής (ενέργεια, πρώτες ύλες, χρηματοοικονομικό κόστος, γραφειοκρατία).
- Παραγωγικότητα βιομηχανίας και λιανεμπορίου.
- Εποχικότητα ζήτησης και προσφοράς (π.χ. λόγω τουρισμού).