Αρχαίο «φαστ φουντ» στη Μαγιόρκα: Τσίχλες και κουνέλια στο μενού των Ρωμαίων
Τσίχλες, κοτόπουλα και κουνέλια βρίσκονταν στο καθημερινό ρωμαϊκό μενού, αποκαλύπτει νέα έρευνα.

Μια απίθανη ανακάλυψη σε αρχαία χωματερή στη Μαγιόρκα αποκαλύπτει τις γαστρονομικές συνήθειες των Ρωμαίων πριν από 2.000 χρόνια. Στη μελέτη που δημοσιεύεται στο International Journal of Osteoarchaeology αναφέρεται ότι οστά από μικρά πουλιά, συγκεκριμένα τσίχλες (Turdus philomelos), βρέθηκαν δίπλα σε ερείπια που πιθανότατα ανήκαν σε ένα είδος ρωμαϊκού «φαστ φουντ». Η ανακάλυψη έγινε στην αρχαία πόλη Πολλέντια, προσφέροντας μια σπάνια εικόνα για το τι απολάμβαναν οι κάτοικοι στον δρόμο, σε μια εποχή όπου το «φαγητό στο χέρι» είχε ήδη τη δική του ιστορία.
Τα ίχνη της αρχαίας popina
Όπως διαβάζουμε στο Live Science, η Πολλέντια ιδρύθηκε λίγο μετά την κατάκτηση των Βαλεαρίδων Νήσων από τους Ρωμαίους το 123 π.Χ. και εξελίχθηκε σύντομα σε εμπορικό λιμάνι. Ανάμεσα στα καταστήματα, τις αγορές και τα δημόσια κτίρια, υπήρχε και ένας χώρος που, σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, λειτουργούσε ως «popina» – δηλαδή ένα είδος μικρού καταστήματος όπου οι περαστικοί μπορούσαν να αγοράσουν κρασί και πρόχειρο φαγητό.
Η ένδειξη πως πρόκειται για τέτοιο κατάστημα είναι οι έξι μεγάλοι αμφορείς που ήταν ενσωματωμένοι σε πάγκο. Σε κοντινή απόσταση, οι αρχαιολόγοι εντόπισαν έναν βαθύ σκουπιδόλακκο βάθους 4 μέτρων, γεμάτο σπασμένα κεραμικά και οστά από διάφορα ζώα, που βοήθησαν στη χρονολόγηση της χρήσης του μεταξύ του 10 π.Χ. και του 30 μ.Χ.
Οι ερευνητές επικεντρώθηκαν στα οστά πουλιών, καθώς είναι ιδιαίτερα εύθραυστα και σπάνια διατηρούνται καλά. Παρόλα αυτά, στον συγκεκριμένο σκουπιδόλακκο βρέθηκε μεγάλη ποσότητα οστών από τσίχλες – περισσότερα από κάθε άλλο είδος πουλιού. Η παρουσία τους σε τέτοιο αριθμό δείχνει ότι οι τσίχλες δεν ήταν απλώς περιστασιακό έδεσμα, αλλά κομμάτι της καθημερινής διατροφής των Ρωμαίων κατοίκων της περιοχής.
Πώς μαγείρευαν τις τσίχλες οι Ρωμαίοι
Η λεπτομερής μελέτη των οστών αποκάλυψε κάτι ακόμη πιο ενδιαφέρον: υπήρχαν κυρίως κρανία και στέρνα (το οστό του στήθους), αλλά σχεδόν κανένα οστό από τα άκρα ή το άνω μέρος του σώματος, που είναι τα πιο σαρκώδη μέρη. Η απουσία αυτών των τμημάτων υποδηλώνει ότι αφαιρούνταν και πιθανότατα καταναλώνονταν πριν πεταχτούν τα υπόλοιπα, στοιχείο που ενισχύει την άποψη πως οι τσίχλες ήταν συχνό και προσβάσιμο φαγητό για τον λαό της Πολλέντια.
Το φαγητό δρόμου ως κοινωνική εμπειρία
Σύμφωνα με ιστορικές πηγές, οι κυνηγοί της εποχής χρησιμοποιούσαν δίχτυα και παγίδες για να πιάσουν τα πουλιά σε μεγάλους αριθμούς. Στη συνέχεια, τα πουλούσαν σε καταστήματα όπως αυτό της Πολλέντια, που τα μαγείρευαν και τα διέθεταν στον κόσμο. Οι ερευνητές εκτιμούν πως τα πουλιά μαγειρεύονταν με τρόπο ώστε να διατηρούνται ζουμερά: τους αφαιρούσαν το στέρνο, ώστε να ισιωθεί το στήθος, και στη συνέχεια τα έψηναν είτε σε σχάρα είτε τα τηγάνιζαν σε λάδι. Οι σπασμένες πήλινες πλάκες που βρέθηκαν κοντά στον σκουπιδόλακκο ενισχύουν την ιδέα πως πρόσφεραν το φαγητό όπως σε ένα κανονικό τραπέζι. Ωστόσο, λόγω του μεγέθους των πουλιών και του χαρακτήρα του καταστήματος ως ταχυφαγείου, είναι εξίσου πιθανό να σερβίρονταν σε καλαμάκια ή σούβλες, ώστε να τα καταναλώνει κανείς στο δρόμο, με ευκολία. Πέρα από τις τσίχλες, στον σκουπιδόλακκο εντοπίστηκαν επίσης οστά από κοτόπουλα (Gallus gallus) και ευρωπαϊκά κουνέλια (Oryctolagus cuniculus), γεγονός που δείχνει ότι αποτελούσαν και αυτά μέρος του μενού.