Διαβήτης τύπου 2: Αν σου έλεγαν ότι μπορείς να τον αποφύγεις χωρίς να χάσεις κιλά…
Νέα μελέτη δείχνει ότι το σπλαχνικό και όχι το υποδόριο λίπος είναι επιβαρυντικό στους ασθενείς με προδιαβήτη.
Μέχρι σήμερα, η βασική σύσταση για όσους βρίσκονταν στο στάδιο του προδιαβήτη ήταν η παχυσαρκία, ως η πιο αποτελεσματική στρατηγική για τη μείωση του κινδύνου. Ωστόσο, νέα γερμανική μελέτη, που δημοσιεύεται στο περιοδικό Nature Medicine δείχνει ότι δεν είναι μόνο η ζυγαριά που καθορίζει την υγεία, αλλά και ο τρόπος με τον οποίο το σώμα μας αποθηκεύει λίπος και χρησιμοποιεί την ινσουλίνη. Αυτό σημαίνει ότι ακόμη και χωρίς απώλεια κιλών, κάποιοι άνθρωποι μπορούν να επαναφέρουν το σάκχαρό τους σε φυσιολογικά επίπεδα.
Η ανατροπή στις οδηγίες πρόληψης
Ο προδιαβήτης αφορά περίπου το 10% των ενηλίκων παγκοσμίως και συχνά δεν συνοδεύεται από συμπτώματα, με αποτέλεσμα πολλοί να αγνοούν ότι έχουν αυξημένο κίνδυνο. Αν δεν αντιμετωπιστεί, η κατάσταση αυτή οδηγεί στο διαβήτη τύπου 2, μία νόσο που ήδη επηρεάζει εκατοντάδες εκατομμύρια ανθρώπους και σχετίζεται με σοβαρές επιπλοκές στην καρδιά, τα νεφρά και το νευρικό σύστημα. Μέχρι σήμερα, οι οδηγίες εστίαζαν στο αδυνάτισμα μέσω δίαιτας και άσκησης.
Όπως διαβάζουμε στο The Brighter Side News, στη μελέτη συμμετείχαν περισσότεροι από 1.100 άνθρωποι, με τους ερευνητές να επικεντρώνονται σε 234 από αυτούς που, παρά την αλλαγή τρόπου ζωής για 12 μήνες, δεν έχασαν βάρος. Το εντυπωσιακό είναι ότι 51 άτομα – περίπου το 22% – κατάφεραν να επιστρέψουν σε φυσιολογικά επίπεδα σακχάρου, χωρίς να δουν αλλαγή στη ζυγαριά τους. Μάλιστα, σε κάποιες περιπτώσεις τα κιλά αυξήθηκαν ελαφρώς, ωστόσο τα οφέλη στην υγεία τους ήταν ξεκάθαρα.
Πώς το λίπος επηρεάζει τον κίνδυνο
Το μυστικό δεν κρύβεται στην ποσότητα του λίπους, αλλά στη θέση του. Οι ερευνητές χρησιμοποίησαν μαγνητικές τομογραφίες για να μελετήσουν δύο τύπους λίπους: το σπλαχνικό, που συσσωρεύεται βαθιά στην κοιλιά και συνδέεται με φλεγμονές και αντίσταση στην ινσουλίνη, και το υποδόριο, που βρίσκεται κάτω από το δέρμα και θεωρείται λιγότερο επικίνδυνο. Όσοι εμφάνισαν βελτίωση είχαν πιο «ευνοϊκή» κατανομή λίπους, με μεγαλύτερο ποσοστό υποδόριου και μικρότερο σπλαχνικού λίπους, που φαίνεται να τους προστάτευσε από την εξέλιξη προς τον διαβήτη.
Εξίσου καθοριστική αποδείχθηκε η δράση της ινσουλίνης, της ορμόνης που ρυθμίζει τη μεταφορά σακχάρου από το αίμα στα κύτταρα. Στους συμμετέχοντες που είδαν βελτίωση, ο οργανισμός ανταποκρινόταν καλύτερα στην ινσουλίνη, ενώ και τα β-κύτταρα του παγκρέατος λειτουργούσαν πιο αποτελεσματικά στην παραγωγή της. Αυτός ο συνδυασμός συνέβαλε στη διατήρηση των επιπέδων σακχάρου, όπως ορισμένα αντιδιαβητικά φάρμακα.
Το πιο ενθαρρυντικό στοιχείο είναι ότι η ύφεση χωρίς απώλεια βάρους προσέφερε μακροχρόνια προστασία. Σε παρακολούθηση σχεδόν δέκα ετών, όσοι είχαν επανέλθει σε φυσιολογικά επίπεδα σακχάρου χωρίς να χάσουν κιλά, είχαν 71% μικρότερη πιθανότητα να εμφανίσουν διαβήτη, ποσοστό που σχεδόν ταυτίζεται με τα αποτελέσματα ανθρώπων που πέτυχαν το ίδιο αποτέλεσμα χάνοντας βάρος. Παρόμοια συμπεράσματα προέκυψαν και από αμερικανικά δεδομένα, επιβεβαιώνοντας ότι η καλή λειτουργία της ινσουλίνης και η κατανομή του λίπους παίζουν πρωταγωνιστικό ρόλο.
Νέοι δρόμοι στην αντιμετώπιση του διαβήτη
Οι ειδικοί διευκρινίζουν ότι η απώλεια βάρους εξακολουθεί να είναι χρήσιμη, αλλά δεν αποτελεί πλέον τη μοναδική λύση. Ο απώτερος στόχος, όπως λένε, πρέπει να είναι η ρύθμιση του σακχάρου στο αίμα, ανεξάρτητα από τους αριθμούς της ζυγαριάς. Αυτό ανοίγει τον δρόμο για πιο ρεαλιστικές οδηγίες πρόληψης, που εστιάζουν όχι μόνο στη δίαιτα, αλλά και στη βελτίωση της ποιότητας της διατροφής και στην άσκηση.