Ερυθηματώδης Λύκος: Ποια είναι η «αόρατη» νόσος που διαγνώστηκε και στη Ρούλα Πισπιρίγκου
Η αναφορά της Ρούλας Πισπιρίγκου ότι πάσχει από ερυθηματώδη λύκο επανέφερε στο προσκήνιο μια νόσο που παραμένει σε μεγάλο βαθμό «μυστήριο».
Ο ερυθηματώδης λύκος είναι μια νόσος που δύσκολα «φαίνεται», αλλά μπορεί να επηρεάσει σχεδόν κάθε όργανο του σώματος και να προκαλέσει σημαντικά προβλήματα υγείας. Εκατομμύρια άνθρωποι παγκοσμίως, κυρίως γυναίκες σε παραγωγική ηλικία, ζουν με αυτή την περίπλοκη πάθηση που άλλοτε μοιάζει να ηρεμεί και άλλοτε επανεμφανίζεται χωρίς οι επιστήμονες να ξέρουν γιατί. Συχνά αποκαλείται «νόσος με τα χίλια πρόσωπα», γιατί εκδηλώνεται με διαφορετικό τρόπο σε κάθε ασθενή.
Τι είναι ο ερυθηματώδης λύκος
Καταρχάς πρέπει να πούμε ότι ο ερυθηματώδης λύκος είναι ένα αυτοάνοσο νόσημα. Αυτό σημαίνει πως το ανοσοποιητικό σύστημα, ενώ συνήθως προστατεύει τον οργανισμό επιτιθέμενο σε μολυσματικούς παράγοντες, στην προκειμένη περίπτωση επιτίθεται στα κύτταρα του οργανισμού. Το αποτέλεσμα είναι φλεγμονώδεις αντιδράσεις που μπορεί να επηρεάσουν το δέρμα, τις αρθρώσεις, τα νεφρά, τους πνεύμονες, την καρδιά ή τον εγκέφαλο.
Υπάρχουν διάφοροι τύποι της νόσου, με πιο γνωστό τον συστηματικό ερυθηματώδη λύκο (SLE), που είναι και ο πιο σοβαρός. Άλλες μορφές είναι ο δισκοειδής ερυθηματώδης λύκος, που περιορίζεται στο δέρμα, και ο φαρμακογενής λύκος, που προκαλείται από συγκεκριμένα φάρμακα και υποχωρεί όταν αυτά διακοπούν.
Αίτια και παράγοντες κινδύνου
Ενώ ξέρουμε ότι κεντρικό ρόλο παίζει το ανοσοποιητικό, τα ακριβή αίτια που το ενεργοποιούν δεν είναι πλήρως γνωστά. Οι επιστήμονες θεωρούν ότι πρόκειται για συνδυασμό γενετικών, ορμονικών και περιβαλλοντικών παραγόντων. Το εν λόγω αυτοάνοσο εμφανίζεται συχνότερα σε γυναίκες ηλικίας 15-45 ετών, γεγονός που υποδηλώνει ρόλο των οιστρογόνων. Παράγοντες όπως η έκθεση στον ήλιο, οι ιογενείς λοιμώξεις, ορισμένα φάρμακα και το έντονο στρες μπορούν να πυροδοτήσουν ή να επιδεινώσουν τα συμπτώματα. Επιπλέον, αν υπάρχει οικογενειακό ιστορικό αυτοάνοσων νοσημάτων, ο κίνδυνος είναι επίσης μεγαλύτερος.
Συμπτώματα και εκδήλωση
Η εικόνα της νόσου διαφέρει θεαματικά από ασθενή σε ασθενή. Τα πιο συχνά συμπτώματα περιλαμβάνουν επίμονη κόπωση, πόνο ή πρήξιμο στις αρθρώσεις, πυρετό, τριχόπτωση και δερματικά εξανθήματα. Πολλοί ασθενείς παρουσιάζουν φωτοευαισθησία, δηλαδή επιδείνωση των συμπτωμάτων μετά από έκθεση στον ήλιο. Σε σοβαρότερες περιπτώσεις, ο λύκος μπορεί να επηρεάσει ζωτικά όργανα, όπως τα νεφρά (νεφρίτιδα), το νευρικό σύστημα ή την καρδιά. Αυτή η πολυπλοκότητα είναι που κάνει τον λύκο να «μιμείται» άλλες παθήσεις και να παραπλανά τους γιατρούς.
Διάγνωση: Γιατί καθυστερεί τόσο
Η διάγνωση του ερυθηματώδους λύκου απαιτεί υπομονή και συνδυασμό εξετάσεων, καθώς δεν υπάρχει ένα μοναδικό τεστ που να τον επιβεβαιώνει. Οι γιατροί βασίζονται σε αιματολογικές εξετάσεις για ανίχνευση αυτοαντισωμάτων (όπως τα ANA), ανάλυση ούρων, απεικονιστικές εξετάσεις και, σε ορισμένες περιπτώσεις, βιοψία ιστών. Επειδή τα συμπτώματα είναι συχνά «ύπουλα» και οι ασθενείς μπορεί να περιπλανώνται από ειδικό σε ειδικό πριν την οριστική ιατρική γνωμάτευση — με μέσο χρόνο τα 5-6 χρόνια από την πρώτη εμφάνιση των ενοχλήσεων.
Αντιμετώπιση και ζωή με τον λύκο
Παρότι δεν υπάρχει οριστική θεραπεία, η σύγχρονη ιατρική έχει καταφέρει να ελέγξει αποτελεσματικά τη νόσο και να προσφέρει φυσιολογική ποιότητα ζωής στους περισσότερους ασθενείς. Οι βασικές θεραπείες περιλαμβάνουν αντιφλεγμονώδη φάρμακα, κορτικοστεροειδή, ανοσοκατασταλτικά και νεότερους βιολογικούς παράγοντες που στοχεύουν συγκεκριμένες φλεγμονώδεις οδούς. Η αποφυγή του ήλιου, η καλή ξεκούραση, η ισορροπημένη διατροφή και η ψυχολογική υποστήριξη είναι εξίσου σημαντικά. Πολλές γυναίκες με λύκο μπορούν να τεκνοποιήσουν με ασφάλεια, υπό στενή ιατρική παρακολούθηση.
Πρόγνωση και ελπίδες για το μέλλον
Χάρη στην πρόοδο της ιατρικής, οι προοπτικές για τους ασθενείς με λύκο έχουν βελτιωθεί θεαματικά. Σήμερα, το ποσοστό επιβίωσης στα 10 χρόνια μετά τη διάγνωση ξεπερνά το 90%. Οι ερευνητές εργάζονται πάνω σε νέες θεραπείες που στοχεύουν τα Β-κύτταρα και τους μεσολαβητές φλεγμονής, ενώ παράλληλα αυξάνεται η κατανόηση του ρόλου των γονιδίων και του μικροβιώματος στην εξέλιξη της νόσου. Η έγκαιρη διάγνωση και η τακτική παρακολούθηση παραμένουν τα «κλειδιά» για τη διαχείριση της νόσου ώστε να διασφαλιστεί η ποιότητα διαβίωσης των ασθενών.