Γιατί πανηγυρίζουν οι Ρώσοι για τη συνάντηση Τραμπ-Πούτιν στην Αλάσκα χωρίς ακόμα να έχει γίνει
Αλγεινή εντύπωση προκαλεί στη Δύση η επιλογή της τοποθεσίας για τις συζητήσεις περί Ουκρανίας - Γιατί είναι συμβολική (για τους Ρώσους) η Αλάσκα.
Η ανακοίνωση ότι ο Ντόναλντ Τραμπ και ο Βλαντίμιρ Πούτιν θα συναντηθούν στην Αλάσκα την Παρασκευή για συνομιλίες περί ενδεχόμενης κατάπαυσης του πυρός στον πόλεμο της Ουκρανίας προκάλεσε κύμα ενθουσιασμού στη Μόσχα και ανησυχία στη Δύση.
Όπως σημειώνει δημοσίευμα του Independent, είναι η πρώτη πρόσκληση Ρώσου ηγέτη σε αμερικανικό έδαφος (εκτός των εργασιών του ΟΗΕ) από το 2007, και ήρθε χωρίς εμφανείς παραχωρήσεις από τη Ρωσία, η οποία συνεχίζει κανονικά τις πολεμικές επιχειρήσεις της στην Ουκρανία.
Μάλιστα, η επιλογή της Αλάσκας θεωρείται ιδιαίτερα συμβολική: Η περιοχή ανήκε στη Ρωσία ως «Ρωσική Αμερική» μέχρι το 1867, όταν πουλήθηκε στις ΗΠΑ για 7,2 εκατομμύρια δολάρια. Δεν είναι τυχαίο πως πολλοί Ρώσοι αξιωματούχοι και σχολιαστές έσπευσαν αν εκμεταλλευθούν επικοινωνιακά αυτό το γεγονός.
Ο ειδικός απεσταλμένος Κιρίλ Ντμίτριεφ τόνισε τις «ορθόδοξες ρίζες» και το παρελθόν εμπορίου γούνας, λέγοντας ότι η Αλάσκα «κάνει τις ΗΠΑ αρκτική χώρα».
Από την πλευρά του ο φιλοκρεμλινικός δισεκατομμυριούχος Κονσταντίν Μαλοφέγεφ μίλησε για «σεβασμό των κατοίκων της Αλάσκας στη ρωσική τους κληρονομιά», ενώ ο πολεμικός ανταποκριτής Αλεξάντερ Κοτς προέβλεψε ότι η συνάντηση μπορεί να αποδειχθεί «ιστορική», εκτός αν «η Δύση επιχειρήσει να την υπονομεύσει».
Ανησυχεί η Δύση για την επιλογή της τοποθεσίας
Η αλήθεια είναι πως η ανακοίνωση του Τραμπ για τη συνάντηση με τον Πούτιν αιφνιδίασε πολύ κόσμο καθώς λίγες ημέρες πριν ο Αμερικανός πρόεδρος καταδίκαζε τους ρωσικούς βομβαρδισμούς και απειλούσε με νέες κυρώσεις.
Την ίδια ώρα Ευρωπαίοι και Ουκρανοί αξιωματούχοι αντέδρασαν βιαστικά για να προσαρμοστούν στη νέα κατάσταση, ενώ πολλοί αναλυτές στη Δύση εκφράζουν ανησυχίες για το μήνυμα που εκπέμπει η επιλογή τοποθεσίας.
Ο πρώην πρέσβης Μάικλ ΜακΦολ και ο καθηγητής Σαμ Γκριν του King’s College υπογράμμισαν ότι η Αλάσκα αποτελεί τμήμα της πρώην ρωσικής αυτοκρατορίας, γεγονός που εναρμονίζεται με την εθνικιστική ρωσική αφήγηση πως η απώλεια της περιοχής —όπως και της Ουκρανίας— ήταν «άδικη» και θα έπρεπε να διορθωθεί.
Ο Γκριν τόνισε ότι η σύνοδος μπορεί να θεωρηθεί ως ένδειξη ότι τα σύνορα είναι μεταβλητά και ότι η γη μπορεί να αγοραστεί ή να πωληθεί, ενώ στη ρωσική δημόσια ρητορική διατηρείται η ιδέα επιστροφής της Αλάσκας.
Επιμένει η Ρωσία στους όρους της - Οι τρεις στόχοι του Πούτιν στην Ουκρανία
Πάντως, η Ρωσία δεν δείχνει να εγκαταλείπει τους στρατηγικούς της στόχους στην Ουκρανία: Αποστρατιωτικοποίηση, αντικατάσταση της κυβέρνησης με φιλορωσική και αποτροπή ένταξης στο ΝΑΤΟ. Η αναλύτρια Τατιάνα Στανοβάγια (Carnegie Russia Eurasia Center) εκτιμά ότι ο Τραμπ δεν επιδιώκει μετωπική σύγκρουση με τον Πούτιν και είναι ανοιχτός σε νέα προσπάθεια συνεννόησης. Ο Γιάνις Κλουγκε (Γερμανικό Ινστιτούτο Διεθνών και Ασφαλείας) χαρακτήρισε την πρόταση Πούτιν «μέρος του πολέμου», καθώς συνιστά προσωρινή εκεχειρία με αντάλλαγμα εδάφη, που θα δώσει στη Ρωσία μακροπρόθεσμο πλεονέκτημα.
Ένας πρώην υψηλόβαθμος αξιωματούχος του Κρεμλίνου, ανώνυμα, δήλωσε ότι για τη Μόσχα είναι πολιτικά ευκολότερο να συνεχίσει τον πόλεμο μέχρι την κατάρρευση της Ουκρανίας παρά να καταλήξει σε μόνιμη ειρήνη.
Η ιδέα μιας προσωρινής ανακωχής θα επέτρεπε στο ενδιάμεσο να γίνουν εκλογές στην Ουκρανία, πιθανόν υπό δυσμενείς συνθήκες για το Κίεβο.
Ο φιλοκρεμλινικός αναλυτής Σεργκέι Μάρκοφ επανέλαβε ότι οι ρωσικές δυνάμεις «δεν θα κάνουν βήμα πίσω» και ότι ο κύριος στόχος στη σύνοδο είναι να παρουσιαστούν η Ουκρανία και η Ευρώπη ως εμπόδια στα σχέδια ειρήνης του Τραμπ, προβάλλοντας τον Πούτιν ως «πολιτικό φίλο» του.
Από την πλευρά της Ουκρανίας, ο πρόεδρος Βολοντίμιρ Ζελένσκι δήλωσε κατηγορηματικά ότι δεν θα δεχθεί συμφωνία που προβλέπει παραχώρηση εδαφών, καθώς το απαγορεύει το ουκρανικό σύνταγμα. Ο Μάρκοφ παραδέχτηκε ότι «δεν υπάρχουν εγγυήσεις» πως η Ουκρανία δεν θα ξαναρχίσει τον πόλεμο, υπονοώντας αμοιβαία δυσπιστία.
Συνολικά, η σύνοδος στην Αλάσκα εκλαμβάνεται από τη Μόσχα ως επικοινωνιακή νίκη με ιστορικό και γεωπολιτικό συμβολισμό, ενώ στη Δύση δημιουργεί ανησυχία ότι στέλνει λάθος μήνυμα για τη νομιμότητα αλλαγής συνόρων και τις ρωσικές επιδιώξεις στην Ουκρανία.
