Νέα έρευνα: Στρες και ψυχολογικά προβλήματα στα παιδιά μπορούν να διαγνωστούν με τεστ σε τρίχες
Δείκτες στρες και ανοσίας προβλέπουν άγχος και κατάθλιψη σε παιδιά με χρόνια ασθένεια.

Παιδιά που μεγαλώνουν με χρόνια νοσήματα δεν αντιμετωπίζουν μόνο σωματικές δυσκολίες, αλλά και ένα βαρύ ψυχολογικό φορτίο. Το άγχος, η κατάθλιψη και οι συναισθηματικές διαταραχές εμφανίζονται συχνότερα σε αυτή την ομάδα. Νέες έρευνες από τον Καναδά δείχνουν ότι η απάντηση μπορεί να βρίσκεται σε βιολογικούς δείκτες που σχετίζονται με το στρες και το ανοσοποιητικό, προσφέροντας ελπίδες για έγκαιρη διάγνωση και καλύτερη φροντίδα.
Πώς διεξήχθη η μελέτη
Μια μελέτη που δημοσιεύεται στο περιοδικό Stress and Health παρακολούθησε για τέσσερα χρόνια 244 παιδιά με χρόνια σωματικά νοσήματα, χρησιμοποιώντας μια απλή αλλά αποκαλυπτική μέθοδο: ανάλυση δειγμάτων μαλλιών. Η συγκέντρωση κορτιζόλης στα μαλλιά, που δείχνει τα επίπεδα χρόνιου στρες, αποδείχθηκε ισχυρός προγνωστικός δείκτης. Πάνω από τα δύο τρίτα των συμμετεχόντων είχαν αυξημένη κορτιζόλη και εμφάνιζαν συχνότερα άγχος, κατάθλιψη ή άλλα συναισθηματικά προβλήματα, ενώ όσα είχαν χαμηλότερα επίπεδα παρουσίαζαν λιγότερες ψυχικές δυσκολίες.
Η καθημερινότητα με μια χρόνια πάθηση περιλαμβάνει φάρμακα, απουσίες από το σχολείο, περιορισμούς στη φυσική δραστηριότητα. Όλα αυτά επηρεάζουν έντονα την παιδική ψυχοσύνθεση. Οι ερευνητές υποστηρίζουν ότι η μέτρηση κορτιζόλης στα μαλλιά θα μπορούσε να βοηθήσει στον εντοπισμό όσων χρειάζονται πιο άμεση υποστήριξη, ενώ το πλεονέκτημά της είναι ότι πρόκειται για μια μη επεμβατική, εύκολη και πρακτική μέθοδο.
Οι δείκτες κατάθλιψης
Όπως διαβάζουμε στο The Brighter Side News, μια, άλλη καναδική έρευνα εστίασε στο ανοσοποιητικό σύστημα. Παρακολούθησε 263 παιδιά με νοσήματα όπως άσθμα, διαβήτη ή ρευματοειδή αρθρίτιδα. Από αυτά, 128 έδωσαν δείγματα αίματος που εξετάστηκαν για κυτοκίνες, πρωτεΐνες που δείχνουν τη λειτουργία του ανοσοποιητικού. Οι επιστήμονες διαπίστωσαν ότι συγκεκριμένοι δείκτες συνδέονταν άμεσα με την ψυχική υγεία. Υψηλά επίπεδα G-CSF σχετίζονταν με αυξημένο άγχος και κατάθλιψη, ενώ ο GM-CSF με επιθετικότητα και υπερκινητικότητα. Αντίθετα, υψηλότερα επίπεδα IL-6, που θεωρούνται γενικά ένδειξη φλεγμονής, συνδέονταν απροσδόκητα με λιγότερα ψυχολογικά προβλήματα.
Η εικόνα που προκύπτει είναι πολύπλευρη: η φλεγμονή μπορεί να λειτουργεί τόσο προστατευτικά όσο και επιβαρυντικά για την ψυχική υγεία, ανάλογα με τον μηχανισμό. Ενδιαφέρον παρουσιάζει επίσης ότι τα ψυχολογικά προβλήματα εμφανίζονταν ανεξάρτητα από τον τύπο ασθένειας – είτε ήταν νευρολογική, αναπνευστική ή ενδοκρινολογική. Το κοινό στοιχείο ήταν η παρουσία χρόνιας νόσου, κάτι που δείχνει ότι οι βιολογικές διαδικασίες πίσω από το στρες και το ανοσοποιητικό ίσως έχουν μεγαλύτερη σημασία από το ίδιο το είδος της πάθησης.
Αξιοσημείωτο είναι ότι οι ίδιες οι αναφορές των παιδιών έδειχναν πιο έντονα συμπτώματα άγχους και συναισθηματικών δυσκολιών σε σχέση με τις εκτιμήσεις των γονιών τους. Αυτό αποκαλύπτει πόσο σημαντικό είναι να λαμβάνεται υπόψη η ίδια η φωνή των παιδιών στις αξιολογήσεις ψυχικής υγείας.
Οι περιορισμοί των ερευνών
Φυσικά, οι μελέτες είχαν και περιορισμούς. Ορισμένοι δείκτες αίματος δεν εμφανίζονταν αρκετά συχνά ώστε να εξαχθούν ασφαλή συμπεράσματα, ενώ δεν υπήρχαν λεπτομερή δεδομένα για τη λήψη φαρμάκων που θα μπορούσαν να επηρεάσουν τα αποτελέσματα. Ωστόσο, η διάρκεια παρακολούθησης και ο συνδυασμός βιολογικών και ψυχολογικών δεδομένων καθιστούν τα ευρήματα ιδιαίτερα αξιόπιστα.
Αν τα αποτελέσματα επιβεβαιωθούν σε μελλοντικές έρευνες, απλές εξετάσεις σε μια τούφα μαλλιών ή μια μικρή αιμοληψία θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για τον εντοπισμό περιπτώσεων που κινδυνεύουν περισσότερο από ψυχικές διαταραχές. Έτσι, η παρέμβαση θα μπορούσε να γίνει έγκαιρα, πριν τα προβλήματα γίνουν πιο σοβαρά.