Οι λεπτομέρειες της νέας εποχής στις Συλλογικές Συμβάσεις: Τι αλλάζει για εργαζομένους, επιχειρήσεις
Στόχος της Κοινωνικής Συμφωνίας είναι η ουσιαστική επαναφορά των κλαδικών συμβάσεων στην αγορά εργασίας.
Μια βαθιά τομή στο πλαίσιο των Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας σηματοδοτεί η Κοινωνική Συμφωνία που υπεγράφη την προηγούμενη εβδομάδα μεταξύ κυβέρνησης και εθνικών κοινωνικών εταίρων, έπειτα από διαβουλεύσεις επτά μηνών. Η συμφωνία επιχειρεί να ανατρέψει παθογένειες της τελευταίας δεκαετίας, επαναφέροντας κανόνες που είχαν αποδυναμωθεί στα μνημονιακά χρόνια και διαμορφώνοντας ένα πιο σταθερό περιβάλλον για εργοδότες και εργαζόμενους.
Παρότι δεν συνεπάγεται άμεσες αυξήσεις ή την επιστροφή παλιών επιδομάτων, δημιουργεί ένα θεσμικό πλαίσιο που μπορεί να οδηγήσει σταδιακά σε νέες κλαδικές συμβάσεις και υψηλότερους μισθούς. Η ουσία της αλλαγής βρίσκεται στο ότι οι διαπραγματεύσεις θα γίνονται πλέον με πιο καθαρούς κανόνες, μειώνοντας το περιθώριο αβεβαιότητας τόσο για τους εργαζομένους όσο και για τις επιχειρήσεις.
Στόχος το 40-45% εντός τριετίας
Στόχος της συμφωνίας είναι η ουσιαστική επαναφορά των κλαδικών συμβάσεων στην αγορά εργασίας. Σήμερα καλύπτεται από ΣΣΕ περίπου το 20% των εργαζομένων του ιδιωτικού τομέα — ποσοστό εξαιρετικά χαμηλό για ευρωπαϊκή χώρα. Το νέο πλαίσιο φιλοδοξεί να το ανεβάσει σταδιακά έως και στο 80%, δημιουργώντας συνθήκες πιο δίκαιης και βιώσιμης μισθολογικής εξέλιξης. Σύμφωνα με υπηρεσιακούς παράγοντες του υπουργείου Εργασίας, ο ρεαλιστικός στόχος που έχει θέσει η πολιτική ηγεσία είναι το ποσοστό των συλλογικών συμβάσεων να... σκαρφαλώσει την επόμενη τριετία στο 40-45%.
Για να συμβεί αυτό φυσικά, μειώνεται στο 40% το ποσοστό κάλυψης εργοδοτών που απαιτείται για την επέκταση μιας κλαδικής σύμβασης, ενώ προβλέπεται και μια νέα διαδικασία «γρήγορης επέκτασης» χωρίς καν αυτό το όριο, εφόσον η ΓΣΕΕ και μία από τις μεγάλες εργοδοτικές οργανώσεις συνυπογράψουν τη σύμβαση. Με αυτόν τον τρόπο «ξεμπλοκάρουν» κλαδικές συμβάσεις που σήμερα παραμένουν σε εκκρεμότητα, καθώς δεν εκπροσωπούνταν το απαιτούμενο ποσοστό του κλάδου.
Ταυτόχρονα εισάγεται πλήρης προστασία των εργαζομένων μετά τη λήξη μιας σύμβασης. Όλοι οι όροι της εξακολουθούν να ισχύουν, αρχικά για τρεις μήνες και στη συνέχεια μέχρι την υπογραφή νέας συλλογικής ή ατομικής συμφωνίας. Η ρύθμιση αυτή καταργεί ουσιαστικά τη μερική μετενέργεια της μνημονιακής περιόδου, η οποία οδηγούσε πολλές φορές σε αιφνίδιες μισθολογικές απώλειες ή σε ανατροπές στους όρους εργασίας. Επιπλέον, οι εργαζόμενοι που προσλαμβάνονται στην ενδιάμεση περίοδο καλύπτονται επίσης από τη σύμβαση, στοιχείο που ενισχύει τη σταθερότητα και τη διαφάνεια στην αγορά εργασίας.
Ένα ακόμη κομμάτι της συμφωνίας αφορά την επίλυση διαφορών ανάμεσα σε εργοδότες και εργαζομένους. Οι διαδικασίες του ΟΜΕΔ γίνονται πιο γρήγορες και αποτελεσματικές, καθώς καθιερώνεται προέλεγχος των προϋποθέσεων για μονομερή προσφυγή και καταργείται ο δεύτερος βαθμός διαιτησίας, επιταχύνοντας σημαντικά την έκδοση αποφάσεων. Διατηρείται ωστόσο η δυνατότητα δικαστικής προσφυγής, ώστε το πλαίσιο να παραμένει ισορροπημένο.
Τα «αγκάθια» της συμφωνίας
Ωστόσο, οι εργαζόμενοι κάνουν λόγο για επιπλέον «φίλτρα» σε ό,τι αφορά την προσφυγή στη διαιτησία και διαμαρτύρονται διότι δεν έχουν τη δυνατότητα της μονομερούς προσφυγής, ούτως ώστε ο εκάστοτε εργοδότης να δεσμεύεται να υπογράψει τη συλλογική σύμβαση εργασίας κατόπιν της προσφυγής τους.
Παράλληλα, η πλειονότητα των εργαζομένων ασκεί κριτική και για το γεγονός ότι η συμφωνία δεν περιλαμβάνει την επαναφορά της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης. Υπενθυμίζεται ότι η αρμοδιότητα για την υπογραφή της ΕΓΣΣΕ, η οποία τα χρόνια των μνημονίων είχε υποβαθμιστεί και περιοριστεί σε συμβολικό ρόλο, δεν έχει περάσει ακόμα στο τριμερές σχήμα που παραδοσιακά καθόριζε τα κατώτατα όρια και τους βασικούς κανόνες στην αγορά εργασίας. Αν η θέσπιση της ΕΓΣΣ επανερχόταν στα χέρια των κοινωνικών εταίρων θα άνοιγε ο δρόμος ώστε οι κοινωνικοί εταίροι — και όχι το κράτος — να καθορίζουν το θεσμικό πλαίσιο που συμπληρώνει τον κατώτατο μισθό και διαμορφώνει τα ελάχιστα δικαιώματα για όλους τους εργαζόμενους του ιδιωτικού τομέα.
Σε κάθε περίπτωση η επιτυχία της συμφωνίας θα κριθεί στην πράξη, μέσα από το κατά πόσο εργοδοτικές οργανώσεις και συνδικαλιστικά σωματεία θα αξιοποιήσουν το νέο πλαίσιο για να διαπραγματευτούν ουσιαστικές κλαδικές συμβάσεις. Τα οικονομικά δεδομένα, η παραγωγικότητα των επιχειρήσεων και η ωριμότητα των κοινωνικών εταίρων θα καθορίσουν τον ρυθμό και την ένταση των αλλαγών. Ωστόσο, η θεσμική βάση που διαμορφώνεται αποτελεί ίσως την πιο σημαντική προσπάθεια της τελευταίας δεκαετίας για την αναβάθμιση των όρων εργασίας και την εξισορρόπηση των δυνάμεων στην αγορά.
Η Κοινωνική Συμφωνία δεν είναι η λύση από μόνη της. Δημιουργεί όμως τις προϋποθέσεις για να αρχίσει μια νέα περίοδος πιο ουσιαστικών διαπραγματεύσεων. Να μπει μια ανάπαυλα στις εντάσεις, τις συγκρούσεις και τις διαφωνίες και να δημιουργηθεί ένας σταθερός και υγιής δίαυλος επικοινωνίας ανάμεσα σε εργαζόμενους και εργοδότες. Αν αυτές αποδώσουν, οι εργαζόμενοι του ιδιωτικού τομέα θα είναι οι μεγάλοι κερδισμένοι, με περισσότερη προστασία, καλύτερους μισθούς και ένα περιβάλλον που θα ενισχύει τη σταθερότητα και την ανάπτυξη.