Ποιο ποτό προσφέρει καλύτερη ενυδάτωση - Δεν είναι πάντως το νερό
Το νερό δεν είναι πάντα η καλύτερη επιλογή για ενυδάτωση. Έρευνα δείχνει ότι το γάλα υπερέχει.

Μπορεί το νερό να είναι η προφανής λύση όταν διψάμε, αλλά σύμφωνα με νέα έρευνα που δημοσιεύεται στο The American Journal of Clinical Nutrition, δεν είναι η πιο αποτελεσματική επιλογή για ενυδάτωση. Τα ροφήματα που διατηρούν το σώμα περισσότερο ενυδατωμένο προκαλούν έκπληξη. Για τις μετρήσεις επινοήθηκε ο «Δείκτης Ενυδάτωσης Ποτών» (Beverage Hydration Index), ένα νέο εργαλείο για να διερευνηθεί πόσο καλά «κρατά» κάθε ρόφημα τα υγρά στο σώμα μας.
Το πείραμα με τα 13 ροφήματα
Όπως διαβάζουμε στο ZME Science, στην έρευνα συμμετείχαν 72 υγιείς άνδρες που είχαν φυσιολογικά επίπεδα ενυδάτωσης και ήταν νηστικοί. Καθένας ήπιε ένα λίτρο από ένα από τα 13 δημοφιλή ροφήματα, όπως νερό, γάλα, καφέ ή αναψυκτικά. Στη συνέχεια, οι επιστήμονες παρακολουθούσαν για τέσσερις ώρες πόσο υγρό αποβαλλόταν από τον οργανισμό μέσω των ούρων. Το νερό, είτε απλό είτε ανθρακούχο, χρησιμοποιήθηκε ως σημείο αναφοράς, όμως άλλα ροφήματα όπως το γάλα και τα διαλύματα ενυδάτωσης το ξεπέρασαν σε απόδοση.
Γιατί το γάλα κρατά περισσότερο νερό στον οργανισμό
Το αποβουτυρωμένο γάλα, συγκεκριμένα, κράτησε στον οργανισμό περίπου 339 γραμμάρια περισσότερου υγρού από το νερό. Ο λόγος είναι ο συνδυασμός σακχάρων (λακτόζη), πρωτεΐνης, λίπους και νατρίου που περιέχει το γάλα. Αυτά τα συστατικά επιβραδύνουν την κένωση του στομάχου και ενισχύουν την κατακράτηση υγρών. Το νάτριο, ειδικά, μειώνει την παραγωγή ούρων, βοηθώντας τον οργανισμό να κρατήσει περισσότερα υγρά για μεγαλύτερη διάρκεια. Παρόμοιο αποτέλεσμα έχουν και τα ειδικά διαλύματα ενυδάτωσης που χρησιμοποιούνται ιατρικά.
Η πορτοκαλάδα προσέφερε μέτρια ενυδάτωση. Αν και στα δύο πρώτα ωριαία διαστήματα φάνηκε πιο αποτελεσματική από το νερό, όταν οι επιστήμονες συνυπολόγισαν την περιεκτικότητα σε νερό, η διαφορά εξαφανίστηκε. Το πρόβλημα εντοπίζεται στη μεγάλη ποσότητα σακχάρων. Όταν το έντερο ανιχνεύει υψηλές συγκεντρώσεις σακχάρου, ενεργοποιείται η διαδικασία της ώσμωσης. Έτσι, το σώμα στέλνει νερό στο έντερο για να αραιώσει το σάκχαρο, οδηγώντας τελικά σε απώλεια υγρών.
Τα αναψυκτικά, είτε με ζάχαρη είτε διαίτης, δεν πέτυχαν καλύτερη ενυδάτωση από το νερό. Το ίδιο ισχύει και για το ανθρακούχο νερό. Ο καφές και το τσάι, παρά τη φήμη τους για «αφυδάτωση», στην πραγματικότητα δεν προκαλούν τέτοιο αποτέλεσμα σε συνηθισμένες ποσότητες. Ένα φλιτζάνι καφέ περιέχει γύρω στα 80 mg καφεΐνης, ποσότητα που δεν οδηγεί σε διουρητική δράση. Αντιθέτως, μπορεί να είναι εξίσου ενυδατικός με το νερό, ειδικά αν περιέχει και γάλα.
Η κατανάλωση άνω των 300 mg καφεΐνης, δηλαδή περίπου τριών φλιτζανιών, μπορεί να αυξήσει ελαφρώς τις απώλειες υγρών, κυρίως σε όσους δεν είναι συνηθισμένοι στην καφεΐνη. Ακόμα κι έτσι, η επίδραση είναι περιορισμένη και προσωρινή. Το γάλα στον καφέ, επίσης, περιορίζει αυτήν την επίδραση επιβραδύνοντας την πέψη. Όσον αφορά το αλκοόλ, η κατάσταση είναι πιο περίπλοκη. Η μπύρα, για παράδειγμα, περιέχει χαμηλότερη ποσότητα αλκοόλ και μεγαλύτερη ποσότητα υγρού από ποτά όπως το ουίσκι. Έτσι, σε μέτρια κατανάλωση, δεν οδηγεί σε σημαντική αύξηση της διούρησης συγκριτικά με το νερό.
Η σημασία του Δείκτη Ενυδάτωσης Ποτών για καθημερινές συνήθειες
Ο Δείκτης Ενυδάτωσης Ποτών ενδέχεται να αποδειχθεί χρήσιμος σε συγκεκριμένες ομάδες, όπως στους αθλητές, σε εργαζόμενους σε εξωτερικούς χώρους ή στο υγειονομικό προσωπικό που δεν έχει άμεση πρόσβαση σε υγρά ή τουαλέτες. Ωστόσο, για τον μέσο άνθρωπο, η καθημερινή ενυδάτωση δεν απαιτεί αριθμητικές αναλύσεις. Το σώμα μας γνωρίζει πότε χρειάζεται υγρά και συνήθως μας το δείχνει μέσω της δίψας. Έτσι, η πιο πρακτική συμβουλή είναι απλή: πίνε όταν διψάς και μην ανησυχείς υπερβολικά για το τι περιέχει το ποτήρι σου.