Το 1999, ο Αλεσάντρο Ντελ Πιέρο στη Γιουβέντους έπαιρνε εβδομαδιαία περίπου 69.000 λίρες, ο Ζιντάν πολύ λιγότερο, γύρω στις 25.000 λίρες, ενώ ο Ρονάλντο στην Ίντερ έφτανε τις 50.000 λίρες. Ο Λουίς Φίγκο στην Μπαρτσελόνα πληρωνόταν κι αυτός περίπου 25.000 λίρες. Αυτά τα ποσά θεωρούνταν τεράστια για την εποχή, όμως αφορούσαν κυρίως κορυφαίους αστέρες των μεγαλύτερων ευρωπαϊκών πρωταθλημάτων.
Οι διαφορές ανάμεσα στους πρώτους και τους δεύτερους ήταν περιορισμένες και οι μέσοι μισθοί των ομάδων παρέμεναν σε χαμηλότερα επίπεδα. Το ποδόσφαιρο ήταν ήδη ένα επικερδές επάγγελμα, αλλά τα όρια ήταν σχετικά στενά και η αξία ενός παίκτη περιοριζόταν κυρίως στην αγωνιστική του απόδοση.
Σήμερα, η εικόνα είναι εντελώς διαφορετική. Αν πάρουμε ως παράδειγμα τον καλύτερο ποδοσφαιριστή του κόσμου αυτή τη στιγμή, τον Κιλιάν Εμπαπέ, ο οποίος αμείβεται με 497.000 λίρες την εβδομάδα, ενώ ένας μέσος ποδοσφαιριστής μπορεί να διαπραγματευτεί συμβόλαιο σε μεγάλο πρωτάθλημα από 150-200 λίρες καταλαβαίνουμε ότι οι μισθοί έχουν ξεφύγει. Αυτή η αύξηση δεν εξηγείται μόνο με τον πληθωρισμό ή την οικονομική ανάπτυξη. Κρύβει πίσω της βαθιές αλλαγές στην αγορά, στον τρόπο που καταναλώνεται το ποδόσφαιρο και στον τρόπο που λειτουργεί η παγκόσμια οικονομία γύρω από το άθλημα.
Τα τηλεοπτικά συμβόλαια ως βασικός αιμοδότης του σύγχρονου ποδοσφαίρου
Τα τηλεοπτικά δικαιώματα είναι ο πρώτος και πιο εμφανής λόγος για την εκτόξευση των μισθών. Στα τέλη της δεκαετίας του ’90, οι λίγκες πουλούσαν τα δικαιώματα κυρίως εντός συνόρων. Τα παιχνίδια των κορυφαίων ευρωπαϊκών πρωταθλημάτων είχαν ενδιαφέρον για περιορισμένο κοινό εκτός Ευρώπης και οι σύλλογοι βασίζονταν σε ένα συνδυασμό εισιτηρίων και εθνικών τηλεοπτικών συμβολαίων για να πληρώνουν τους παίκτες τους. Σήμερα, η κατάσταση είναι εντελώς διαφορετική.
Η Premier League εξασφαλίζει πάνω από 6,7 δισ. λίρες μόνο από τηλεοπτικά συμβόλαια, ενώ το Champions League πουλά περιεχόμενο σε όλο τον πλανήτη, φτάνοντας τα 6 δισ. ευρώ ανά σεζόν. Η απόκτηση ενός σταρ όπως ο Ρονάλντο ή ο Μέσι δεν είναι απλώς αγωνιστική επιλογή, αλλά οικονομική στρατηγική. Ο παίκτης φέρνει τηλεθέαση, merchandising, χορηγίες, εισιτήρια και social media engagement και η αξία του αποτυπώνεται άμεσα στον προϋπολογισμό του συλλόγου. Έτσι, οι μισθοί δεν είναι πλέον απλώς αμοιβές για την αγωνιστική απόδοση, είναι επενδύσεις που αποφέρουν έσοδα πολλαπλάσια.
Όταν το ποδόσφαιρο έπαψε να είναι ευρωπαϊκή υπόθεση
Η παγκοσμιοποίηση του ποδοσφαίρου είναι ο δεύτερος μεγάλος παράγοντας. Στο τέλος του 20ού αιώνα, η φήμη των Ντελ Πιέρο, Ζιντάν ή Φίγκο υπερβαίνει τα σύνορα της χώρας τους, αλλά σε περιορισμένο βαθμό. Η Ευρώπη αποτελούσε το κέντρο βάρους, ενώ οι αγορές της Ασίας, της Αμερικής και της Αφρικής ήταν δευτερεύουσες. Σήμερα, οι κορυφαίοι ποδοσφαιριστές είναι παγκόσμια προϊόντα.
Η αξία τους δεν περιορίζεται στα γκολ και τους αριθμούς αλλά η εμπορικότητα μετριέται από το πόσες φανέλες πουλάνε, πόσες προβολές και followers συγκεντρώνουν σε κάθε γωνιά του πλανήτη και πόσο συμβάλλουν στην εμπορική στρατηγική του συλλόγου. Οι περιοδείες στην Ασία ή τις ΗΠΑ, οι χορηγικές συμφωνίες με πολυεθνικές και η συνύπαρξη με διεθνείς celebrities ενισχύουν την εμπορική τους δύναμη. Ο ποδοσφαιριστής δεν είναι πλέον απλώς αθλητής, είναι πρεσβευτής ενός προϊόντος με παγκόσμια εμβέλεια.
Η είσοδος νέων αγορών και επενδυτών έχει μεταμορφώσει επιπλέον την αγορά. Η Saudi Pro League, η Κίνα και οι ΗΠΑ εισέφεραν κεφάλαια που δεν υπήρχαν στη δεκαετία του ’90. Οι κορυφαίοι παίκτες μετακινούνται σε πρωταθλήματα εκτός Ευρώπης με αμοιβές που πριν μερικά χρόνια θα θεωρούνταν εξωφρενικές. Αυτή η εισροή κεφαλαίων δεν αφορά μόνο την αγωνιστική ενίσχυση, αλλά και την παγκόσμια προβολή και εμπορική ανάπτυξη των ομάδων. Η αγορά έγινε παγκόσμια και η διαπραγμάτευση συμβολαίων αντικατοπτρίζει αυτήν την παγκόσμια διάσταση.
Η απόφαση Bosman και η μετατόπιση ισχύος προς τους παίκτες
Η απόφαση Bosman του 1995 άλλαξε το ίδιο το DNA της αγοράς εργασίας στο ποδόσφαιρο. Κατάργησε περιορισμούς στις μετακινήσεις παικτών και έδωσε στους κορυφαίους μεγαλύτερη διαπραγματευτική δύναμη. Στα τέλη του ’90, οι Ζιντάν, Ντελ Πιέρο ή Ρονάλντο δεν μπορούσαν να διαπραγματευτούν ελεύθερα τους όρους των συμβολαίων τους χωρίς την παρέμβαση των ομάδων τους. Σήμερα, οι κορυφαίοι παίκτες διαπραγματεύονται όχι μόνο τον μισθό, αλλά και μπόνους υπογραφής, ποσοστά από merchandising, δικαιώματα εικόνας και άλλες εμπορικές παροχές. Ο Χάαλαντ ή ο Εμπαπέ μετακινούνται με όρους που παλαιότερα ήταν αδιανόητοι, δημιουργώντας ένα «ντόμινο» μισθολογικής αύξησης για ολόκληρη την αγορά.
Ο μισθολογικός ανταγωνισμός των μεγάλων λιγκών
Ο οικονομικός ανταγωνισμός μεταξύ συλλόγων προσθέτει περαιτέρω πίεση στους μισθούς. Οι μεγάλες ομάδες της Ευρώπης συγκεντρώνουν τα περισσότερα έσοδα και μπορούν να προσφέρουν τεράστιους μισθούς για να αποκτήσουν ή να διατηρήσουν τους αστέρες τους, προκαλώντας τους υπόλοιπους συλλόγους να ακολουθήσουν για να μη μείνουν πίσω.
Αυτό δημιουργεί έναν μισθολογικό «πληθωρισμό», όπου κάθε νέο συμβόλαιο αποτελεί σημείο αναφοράς για την επόμενη συμφωνία. Στο 1999, οι συνολικές δαπάνες των ομάδων ήταν περιορισμένες και οι αμοιβές των παικτών δεν υπέρβαιναν τα όρια ενός στενού οικονομικού πλαισίου. Σήμερα, η Premier League ξοδεύει πάνω από 4 δισ. λίρες σε μισθούς, δημιουργώντας ένα περιβάλλον όπου οι κορυφαίοι παίκτες καθορίζουν τα επίπεδα μισθών για όλους τους υπόλοιπους.
Το στοίχημα
Καταρχάς, η στοιχηματική βιομηχανία έχει βρει στο ποδόσφαιρο το ιδανικό όχημα προβολής. Σε κορυφαία ευρωπαϊκά πρωταθλήματα, δεκάδες ομάδες έχουν, ή είχαν μέχρι πρόσφατα, στοιχηματικές εταιρείες ως βασικούς χορηγούς φανέλας ή ως κεντρικούς εμπορικούς συνεργάτες.
Στην Premier League, για παράδειγμα, πριν τους περιορισμούς στη διαφήμιση, οι συμφωνίες αυτές απέφεραν συνολικά πάνω από 100 εκατ. ευρώ ετησίως, ποσό τεράστιο για συλλόγους μεσαίας δυναμικής. Για πολλές ομάδες, τα χρήματα από το στοίχημα δεν ήταν απλώς συμπληρωματικά, αλλά καθοριστικά για την αύξηση του αγωνιστικού τους μπάτζετ.
Παράλληλα, το στοίχημα ενισχύει την εμπορική αξία του ίδιου του προϊόντος. Η συνεχής ενασχόληση του κοινού με τους αγώνες, τα ειδικά στοιχήματα και τα δεδομένα των παιχνιδιών αυξάνει τη θέαση και τη συνολική κατανάλωση ποδοσφαίρου. Περισσότερα μάτια στις οθόνες σημαίνουν ισχυρότερα τηλεοπτικά συμβόλαια, τα οποία αποτελούν τον βασικό μοχλό αύξησης των εσόδων των συλλόγων και, κατ’ επέκταση, των μισθών των ποδοσφαιριστών.
Σε εθνικό επίπεδο, όπως και στην Ελλάδα, ο νόμιμος στοιχηματισμός αποφέρει κάθε χρόνο τεράστια φορολογικά έσοδα, που ξεπερνούν το 1 δισ. ευρώ, μέρος των οποίων επιστρέφει στον αθλητισμό μέσω επιχορηγήσεων, χορηγιών και υποδομών. Έτσι, δημιουργείται ένας έμμεσος κύκλος χρηματοδότησης που ενισχύει συνολικά το ποδοσφαιρικό οικοδόμημα.
Οι σταρ του 1999 δεν ήταν λιγότερο σημαντικοί ή ταλαντούχοι. Αγωνίστηκαν όμως σε ένα περιορισμένο οικονομικό περιβάλλον, με μικρότερη παγκόσμια προβολή και περιορισμένα τηλεοπτικά έσοδα. Οι σημερινοί παίκτες πληρώνονται για να είναι παγκόσμια προϊόντα, για να φέρνουν τηλεθέαση, merchandising και χορηγίες, και για να διατηρούν τα κλαμπ τους στην κορυφή του οικονομικού και αγωνιστικού ανταγωνισμού.
Η εκτόξευση των μισθών δεν είναι φαινόμενο πλούτου, είναι αποτέλεσμα ριζικών αλλαγών, από την παγκοσμιοποίηση και το Bosman, μέχρι την εισροή κεφαλαίων από νέες αγορές και την εκτόξευση των τηλεοπτικών δικαιωμάτων. Και όσο αυτά συνεχίζουν να αναπτύσσονται, το χάσμα με το ποδόσφαιρο του 1999 μοιάζει ολοένα και πιο απίστευτο.