Εγκεκριμένο φάρμακο για την ψωρίαση μπορεί να θεραπεύσει την εξάρτηση από το αλκοόλ
Επιστήμονες βρήκαν ότι ένα φάρμακο για φλεγμονές μπορεί να βοηθήσει και στην απεξάρτηση από το αλκοόλ.

Σύμφωνα με τα αποτελέσματα μελέτης που δημοσιεύονται στο περιοδικό JCI Insight, η απρεμιλάστη, ένα φάρμακο που έχει λάβει έγκριση από τον FDA (Οργανισμό Τροφίμων και Φαρμάκων των ΗΠΑ) για φλεγμονώδεις παθήσεις του δέρματος, φαίνεται πως μπορεί να προσφέρει λύσεις σε δύο σοβαρά προβλήματα: την εξάρτηση από το αλκοόλ και τον πόνο που συνοδεύει την αποτοξίνωση. Πρόκειται για μία ουσία καταπολεμά την ψωρίαση και τις φλεγμονές στις αρθρώσεις, η οποία φάνηκε να μειώνει τόσο την κατανάλωση αλκοόλ όσο και την ευαισθησία στον πόνο σε πειραματόζωα.
Ο μηχανισμός δράσης της απρεμιλάστης
Όπως διαβάζουμε στο The Brighter Side News, το εν λόγω φάρμακο αναστέλλει ένα ένζυμο γνωστό ως PDE4. Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι το ένζυμο επηρεάζει και τον τρόπο με τον οποίο ο εγκέφαλος αντιλαμβάνεται τον πόνο και την εξάρτηση. Όταν το φάρμακο χορηγήθηκε σε ποντίκια, όχι μόνο μειώθηκε η επιθυμία τους για αλκοόλ, αλλά υποχώρησε και η υπερευαισθησία στον πόνο, μια κατάσταση που συχνά αντιμετωπίζουν όσοι προσπαθούν να κόψουν το ποτό.
Η συγκεκριμένη μορφή πόνου ονομάζεται «μηχανική αλλοδυνία» και προκαλεί έντονη δυσφορία ακόμα και σε ελαφρές πιέσεις ή αγγίγματα. Συχνά επιμένει για εβδομάδες μετά τη διακοπή του αλκοόλ και θεωρείται σημαντικός παράγοντας υποτροπής. Μέχρι σήμερα, οι περισσότερες θεραπείες για την εξάρτηση δεν αντιμετώπιζαν καθόλου αυτό το σύμπτωμα. Η απρεμιλάστη, ωστόσο, φαίνεται να προσφέρει μια πολύπλευρη προσέγγιση, δρώντας και στην εξάρτηση και στον πόνο.
Η μελέτη διεξήχθη σε δύο ομάδες ποντικιών: μία γενετικά επιρρεπή στην κατανάλωση αλκοόλ και μία τυπική ομάδα εργαστηρίου. Όλες οι ομάδες είχαν πρόσβαση σε αλκοόλ, αλλά μόνο κάποιες λάμβαναν το apremilast. Τα αποτελέσματα ήταν εντυπωσιακά: η κατανάλωση μειώθηκε σημαντικά σε όλες τις περιπτώσεις, ανεξάρτητα από το φύλο ή τη γενετική προδιάθεση, ενώ ο πόνος υποχώρησε αισθητά, ακόμα και εβδομάδες μετά τη διακοπή του ποτού.
Οι διαφορές μεταξύ φύλων στη θεραπευτική απόκριση
Σημαντικές διαφοροποιήσεις παρατηρήθηκαν ανάμεσα στα φύλα, κυρίως ως προς την ανακούφιση από τον πόνο. Αν και το φάρμακο λειτούργησε αποτελεσματικά στις περισσότερες περιπτώσεις, κάποια αρσενικά ποντίκια δεν ανταποκρίθηκαν το ίδιο καλά στο αναλγητικό σκέλος της θεραπείας. Αυτό τονίζει την ανάγκη να λαμβάνεται υπόψη το φύλο στις μελέτες για εγκεφαλικές και ψυχικές διαταραχές, καθώς η ανταπόκριση στα φάρμακα φαίνεται να επηρεάζεται από βιολογικούς παράγοντες.
Η ερευνητική ομάδα προχώρησε ένα βήμα παραπέρα, εξετάζοντας και τη νευρωνική δραστηριότητα στον εγκέφαλο. Εστίασαν στην αμυγδαλή, περιοχή που συνδέεται με το άγχος και τον εθισμό. Εκεί διαπίστωσαν ότι η συγκεκριμένη φαρμακευτική ουσία ενίσχυε τη λειτουργία του GABA, ενός νευροδιαβιβαστή που «ηρεμεί» το νευρικό σύστημα και μειώνει το στρες και τον πόνο. Ωστόσο, στα ποντίκια με εξάρτηση από το αλκοόλ, η επίδραση αυτή ήταν μειωμένη, γεγονός που ίσως αντανακλά τις νευροχημικές αλλαγές που προκαλεί η χρόνια χρήση αλκοόλ.
Οι επιστήμονες παρατήρησαν επίσης ότι η κατανάλωση αλκοόλ αύξανε την έκφραση γονιδίων που σχετίζονται με το ένζυμο PDE4, ιδίως στους αρσενικούς οργανισμούς. Αυτό ενισχύει τη θεωρία ότι το αλκοόλ προκαλεί φλεγμονώδεις αντιδράσεις στον εγκέφαλο και ότι η αναστολή του PDE4 ίσως μπορεί να αντιστρέψει ή να ανακουφίσει αυτές τις επιδράσεις.
Οι ερευνητές σκοπεύουν να διερευνήσουν περαιτέρω αν η απρεμιλάστη μπορεί να μειώσει όχι μόνο τον πόνο, αλλά και το άγχος ως επακόλουθο της απεξάρτησης. Επειδή το στρες που προκαλείται είναι βασικός παράγοντας υποτροπής, αν ένα φάρμακο μπορεί να μειώσει τον σωματικό πόνο ταυτόχρονα με την ψυχική πίεση, τότε θα μπορούσε να αλλάξει τα δεδομένα στη θεραπεία της εξάρτησης.
Η επόμενη μέρα για τη θεραπεία της εξάρτησης
Το πλεονέκτημα της απρεμιλάστης είναι ότι έχει ήδη εγκριθεί για άλλες παθήσεις, κάτι που ίσως επιταχύνει τη διαδικασία για κλινικές δοκιμές και χρήση στη θεραπεία της εξάρτησης. Άλλα φάρμακα που στοχεύουν την ίδια βιολογική οδό έχουν ήδη δείξει παυσίπονη δράση, όμως το συγκεκριμένο προσφέρει τη δυνατότητα άμεσης αξιοποίησης, εφόσον επιβεβαιωθούν τα ευρήματα και στους ανθρώπους.