Ο πληθωρισμός υποχωρεί αλλά το κόστος ζωής επιμένει - Αποκαλυπτικά στοιχεία για την ακρίβεια
Μονιμοποιημένες οι αυξήσεις σε τρόφιμα, ενέργεια και στέγαση – Υπό πίεση η αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών.

Για τα ελληνικά νοικοκυριά, το υψηλό κόστος διαβίωσης φαίνεται πια να αποτελεί μόνιμη πραγματικότητα και όχι ένα παροδικό σοκ. Τα επίσημα στοιχεία δείχνουν ότι ο πληθωρισμός, αν και μειωμένος σε σχέση με τα ιστορικά υψηλά του 2022,παραμένει επίμονα αυξημένος το 2024-2025.
Την ίδια στιγμή, βασικά αγαθά όπως τα τρόφιμα, η ενέργεια και η στέγαση συνεχίζουν να «ροκανίζουν» το εισόδημα των πολιτών, με αποτέλεσμα 6 στους 10 καταναλωτές να αναμένουν νέες ανατιμήσεις και το 83% των νοικοκυριών να θεωρεί αδύνατη την αποταμίευση μέσα στο επόμενο έτος.
Επίμονος πληθωρισμός σύμφωνα με τα στοιχεία
Παρά την αποκλιμάκωση από τα διψήφια ποσοστά του 2022, ο πληθωρισμός δεν έχει επιστρέψει στα χαμηλά προ κρίσης επίπεδα. Σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, ο μέσος δείκτης τιμών καταναλωτή αυξήθηκε κατά 9,6% το 2022 – ρυθμός ρεκόρ δεκαετιών – πριν επιβραδυνθεί στο 3,5% το 2023.
Για το 2024, η τάση παραμένει ανοδική σε σύγκριση με την υπόλοιπη Ευρωζώνη: ο εναρμονισμένος πληθωρισμός στην Ελλάδα ήταν κατά μέσο όρο ~3,0%, υψηλότερος από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Οι τελευταίες προβλέψεις μάλιστα εκτιμούν πληθωρισμό 2,8% για το 2025 (με τον δομικό πληθωρισμό – χωρίς ενέργεια και τρόφιμα – ακόμη υψηλότερο στο 3,5%).
Aν και οι μηνιαίοι ρυθμοί έχουν υποχωρήσει σημαντικά από την κορύφωση, η ακρίβεια κάθε άλλο παρά έχει εξαφανιστεί. Χαρακτηριστικά, τον Αύγουστο του 2025 ο ετήσιος πληθωρισμός διαμορφώθηκε στο 2,9% έναντι 3,0% ένα χρόνο πριν.
Τον Σεπτέμβριο παρατηρήθηκε περαιτέρω επιβράδυνση στο 1,9%, κάτω από τον μέσο όρο της ευρωζώνης (2,2%).
Ωστόσο, αυτή η μείωση του δείκτη δεν σημαίνει ότι οι τιμές πέφτουν – απλώς αυξάνονται με βραδύτερο ρυθμό. Μάλιστα σε μηνιαία βάση η Ελλάδα κατέγραψε τον Σεπτέμβριο μία από τις υψηλότερες αυξήσεις τιμών (+0,6% σε έναν μήνα) στην ΕΕ, σημάδι ότι οι πιέσεις στο κόστος ζωής παραμένουν. Συνολικά, ο πληθωρισμός επιμένει σε υψηλότερα επίπεδα από ό,τι οι περισσότεροι ανέμεναν, γεγονός που πλέον μεταφράζεται σε έναν νέο κανόνα στην αγορά αντί για προσωρινή παρέκκλιση.

Τρόφιμα και ενέργεια: αυξήσεις που ήρθαν για να μείνουν
Οι μεγαλύτερες πιέσεις εντοπίζονται στα είδη πρώτης ανάγκης. Τα τρόφιμα ειδικότερα αναδείχθηκαν σε πρωταθλητή ακρίβειας την τελευταία διετία. Στην κορύφωση της κρίσης, τον Μάρτιο του 2023, ο πληθωρισμός στα τρόφιμα και μη αλκοολούχα ποτά έφτασε το 19,2% – το υψηλότερο σημείο στην Ευρωζώνη εκείνη την περίοδο. Ακόμα και το φθινόπωρο του 2023, όταν ο γενικός δείκτης είχε υποχωρήσει, η Ελλάδα εξακολουθούσε να έχει από τους υψηλότερους ρυθμούς ανόδου στα τρόφιμα (π.χ. +10,4% σε ετήσια βάση τον Οκτώβριο, η χειρότερη επίδοση στην ΕΕ).
Αυτό πρακτικά σήμαινε ότι βασικά είδη διατροφής έγιναν αισθητά ακριβότερα στο καλάθι της νοικοκυράς. Για παράδειγμα, σύμφωνα με τα στοιχεία του 2025, οι τιμές των νωπών φρούτων ήταν 19% υψηλότερες τον Ιούλιο σε σχέση με έναν χρόνο πριν, ενώ ο καφές κατά 16,8% ακριβότερος– παρότι ο μέσος πληθωρισμός τροφίμων είχε πέσει τότε σε μονοψήφιο επίπεδο (~2-3%).
Πράγματι, από τις αρχές του 2024 παρατηρείται κάποια επιβράδυνση της ανόδου στα τρόφιμα: σύμφωνα με τη Eurostat ο εναρμονισμένος δείκτης τροφίμων στην Ελλάδα αυξήθηκε κατά ~2,6% τον Αύγουστο 2025, χαμηλότερα από τον μέσο όρο 3,9% της ΕΕ.

Ωστόσο, αυτή η «ανάσα» δεν αναιρεί το γεγονός ότι οι τιμές έχουν πλέον παγιωθεί σε πολύ υψηλότερα επίπεδα από ό,τι πριν δύο χρόνια. Ενδεικτικά, προϊόντα όπως το ελαιόλαδο έφτασαν να πωλούνται σε τιμές-ρεκόρ μέσα στο 2023 (πάνω από 11-12€/λίτρο στα ράφια), ενώ το Ψωμί ί, τα γαλακτοκομικά, τα κρέατα και πολλά επεξεργασμένα τρόφιμα ακρίβυναν σημαντικά. Οι καταναλωτές προσπαθούν να προσαρμοστούν μειώνοντας την κατανάλωση, κυνηγώντας προσφορές και επιλέγοντας φθηνότερες εναλλακτικές, καθώς η εποχή του φθηνού «σούπερ μάρκετ» μοιάζει να έχει περάσει.
Παράλληλα, το ενεργειακό κόστος συνεχίζει να πιέζει τους οικογενειακούς προϋπολογισμούς. Το 2022 η ενεργειακή κρίση εκτόξευσε τους λογαριασμούς ρεύματος και θέρμανσης, οδηγώντας το σχετικό σκέλος του ΔΤΚ (στέγαση που περιλαμβάνει ρεύμα, φυσικό αέριο, πετρέλαιο θέρμανσης κ.ά.) σε πρωτοφανή άνοδο άνω του 35%.
Ήταν μια αύξηση-σοκ που αποτυπώθηκε στα εκκαθαριστικά των παρόχων ρεύματος και φυσικού αερίου – πολλές οικογένειες είδαν διπλασιασμό ή τριπλασιασμό των μηνιαίων χρεώσεων τους μήνες εκείνους. Αν και μέσα στο 2023 υπήρξε αποκλιμάκωση (με τη βοήθεια και κρατικών επιδοτήσεων στο ρεύμα), το κόστος ενέργειας παραμένει υψηλό σε σχέση με το παρελθόν. Τους τελευταίους μήνες μάλιστα οι τιμές κινούνται ανοδικά ξανά: τον Ιούλιο του 2025 η ετήσια μεταβολή στη ομάδα «στέγαση» έφτασε το +8,2% στην Ελλάδα – τριπλάσια από τον αντίστοιχο ευρωπαϊκό μέσο όρο (μόλις 2,6%).

Επιπλέον, οι τιμές στα καύσιμα κίνησης (βενζίνη, πετρέλαιο) στην Ελλάδα συγκαταλέγονται στις υψηλότερες της Ευρώπης, λόγω φορολογίας αλλά και διεθνών ανατιμήσεων. Η αμόλυβδη Βενζίνη κινήθηκε επί μακρόν πάνω από τα 2€ το λίτρο το 2022-2023, επιβαρύνοντας το κόστος μετακινήσεων. Μόλις πρόσφατα παρατηρήθηκε πρόσκαιρη υποχώρηση κάτω από αυτό το όριο, αλλά και πάλι το φθινόπωρο του 2024 καταγράφηκαν νέες αυξήσεις (π.χ. +2,3% τον Οκτώβριο) καθώς η τιμή ανέκαμψε κοντά στα 1,80€/λ.
Συνολικά, το ενεργειακό κόστος έχει γίνει μια μεταβλητή που οι πολίτες λαμβάνουν σοβαρά υπόψη στον οικονομικό τους προγραμματισμό, καθώς οι διακυμάνσεις του απηχούν άμεσα στα έξοδα διαβίωσης – από το ρεζερβουάρ του αυτοκινήτου μέχρι τον λογαριασμό του ηλεκτρικού.
Στέγαση: ακριβά ενοίκια και απλησίαστα ακίνητα
Το πρόβλημα της ακρίβειας αποκτά ιδιαίτερη ένταση στο πεδίο της στέγασης. Εκτός από τους λογαριασμούς κοινής ωφέλειας, οι ίδιοι οι στεγαστικοί συντελεστές – δηλαδή τα ενοίκια και οι τιμές ακινήτων – έχουν σημειώσει απότομες ανόδους τα τελευταία χρόνια, δυσχεραίνοντας την πρόσβαση σε προσιτή κατοικία.
Οι τιμές ενοικίων σημειώνουν συνεχή άνοδο σε όλη τη χώρα. Μετά το 2018 παρατηρείται μια συσσωρευτική αύξηση που σε πολλές περιοχές υπερβαίνει το 40% μέσα σε μια πενταετία.
Μόνο την περίοδο 2018-2022, εκτιμάται ότι οι ζητούμενες τιμές ενοικίασης κατοικιών αυξήθηκαν κατά 37-42% κατά μέσο όρο, ανάλογα με την περιοχή.
Και το 2023 συνέχισαν την ανοδική τους πορεία, κλείνοντας το έτος με διψήφιες αυξήσεις στα μεγάλα αστικά κέντρα.
Για παράδειγμα, στο κέντρο της Αθήνας το μέσο ενοίκιο ανά τετραγωνικό αυξήθηκε περίπου 10% το 2023 σε σχέση με το 2022, ενώ σε ορισμένες περιοχές καταγράφηκαν ακόμα μεγαλύτερες ανατιμήσεις. Αυτό σημαίνει πρακτικά ότι μια οικογένεια που νοικιάζει σπίτι βρέθηκε να πληρώνει δεκάδες ή και εκατοντάδες ευρώ περισσότερα κάθε μήνα, χωρίς αντίστοιχη αύξηση στο εισόδημά της.

Οι λόγοι είναι σύνθετοι: περιορισμένη προσφορά κατοικιών, αυξημένη ζήτηση (π.χ. από τουριστική αξιοποίηση τύπου Airbnb, φοιτητές, μετανάστευση προς τα αστικά κέντρα) και γενικότερα η ανοδική τροχιά της κτηματαγοράς. Αποτέλεσμα είναι πολλοί ενοικιαστές να βρίσκονται σε οικονομική ασφυξία. Όπως ανέφερε χαρακτηριστικά ο υπουργός Ανάπτυξης, κ. Τάκης Θεοδωρικάκος , «μία στις τρεις οικογένειες που μένουν στο νοίκι έχει υποστεί μεγάλες αυξήσεις και περνά πολύ δύσκολα», σημειώνοντας ότι τα υψηλά ενοίκια σε συνδυασμό με το ακριβό ρεύμα «εξαντλούν» τους καταναλωτές.
Η κυβέρνηση επιχειρεί να μετριάσει το πρόβλημα με μέτρα όπως επιδότηση ενός ενοικίου ετησίως για ευάλωτους μισθωτές, όμως αυτά θεωρούνται από ενώσεις καταναλωτών ως ασπιρίνες μπροστά σε μια γενικευμένη κρίση στέγασης.
Παράλληλα, σε τροχιά ανόδου κινούνται και οι τιμές πώλησης ακινήτων, κάνοντας το όνειρο της ιδιοκατοίκησης ακόμα πιο απόμακρο για πολλούς. Τα επίσημα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος καταγράφουν εντυπωσιακές αυξήσεις: το 2023 οι τιμές των διαμερισμάτων ανέβηκαν κατά 13,9% κατά μέσο όρο πανελλαδικά, και το 2024 συνέχισαν ανοδικά με περίπου 8-9% επιπλέον αύξηση.
Σε ορισμένες περιοχές η άνοδος ήταν μεγαλύτερη – π.χ. στα νότια προάστια της Αθήνας και στον Πειραιά καταγράφηκαν ετήσιες αυξήσεις 20-25% στις ζητούμενες τιμές κατοικιών.
Η ελληνική κτηματαγορά συγκαταλέγεται πλέον μεταξύ των πιο θερμών διεθνώς, με ρυθμούς ανόδου που την έφεραν το 2023 στην 3η θέση παγκοσμίως.
Αυτό αντανακλάται και στην εκτόξευση των Αντικειμενικών Αξίων Ακινήτων , αλλά και στην αδυναμία πολλών νέων νοικοκυριών να αποκτήσουν σπίτι. Με τα επιτόκια στεγαστικών δανείων επίσης αυξημένα, το εμπόδιο του κόστους γίνεται διπλό: και ακριβό ακίνητο και ακριβός δανεισμός.
Συνολικά, η στέγαση έχει μετατραπεί σε ένα από τα πιο δύσκολα κομμάτια του οικογενειακού προϋπολογισμού. Είτε μέσω ενοικίου είτε μέσω δόσης δανείου, το ποσοστό του εισοδήματος που απαιτείται για την κατοικία έχει αυξηθεί αισθητά. Η ακρίβεια στο κεφάλαιο αυτό δεν είναι παροδική: τόσο οι διεθνείς τάσεις (τουρισμός, επενδυτικό ενδιαφέρον) όσο και οι εγχώριες (έλλειψη προσιτής κατοικίας) συνηγορούν ότι οι υψηλές τιμές θα παραμείνουν πρόκληση για πολλά χρόνια.
Αγοραστική δύναμη: νοικοκυριά υπό διαρκή πίεση
Η εδραιωμένη πλέον ακρίβεια έχει σοβαρές επιπτώσεις στην αγοραστική δύναμη και την ψυχολογία των νοικοκυριών. Ενώ ονομαστικά οι μισθοί και τα εισοδήματα μπορεί να αυξάνονται ελαφρώς, ο πληθωρισμός «ροκανίζει» την πραγματική αξία τους. Σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος, το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα των ελληνικών νοικοκυριών παρουσίασε πτώση -2,2% το πρώτο τρίμηνο του 2024 σε ετήσια βάση, αντανακλώντας το γεγονός ότι οι αυξήσεις τιμών υπερκέρασαν τις αυξήσεις αποδοχών.
Με απλά λόγια, οι πολίτες μπορούν να αγοράσουν λιγότερα αγαθά και υπηρεσίες με το ίδιο εισόδημα σε σχέση με έναν χρόνο πριν.
Αυτό το βιώνουν καθημερινά οι καταναλωτές, που βλέπουν το πορτοφόλι τους να αδειάζει γρηγορότερα κάθε μήνα. Έξι στους δέκα δηλώνουν πλέον ότι μόλις τα βγάζουν πέρα οικονομικά, ακόμα και μετά βίας, ενώ τα στοιχεία δείχνουν ότι ολοένα και μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού περιορίζει τις μη αναγκαίες δαπάνες. Η έρευνα Οικονομικής Συγκυρίας του ΙΟΒΕ (Σεπτέμβριος 2025) είναι αποκαλυπτική: το 65% των νοικοκυριών ανέφερε ότι «μόλις τα φέρνει βόλτα» με το εισόδημά του, ποσοστό αυξημένο από 59% λίγους μήνες πριν. Ταυτόχρονα, το 83% δήλωσε πως θεωρεί αδύνατη την αποταμίευση μέσα στο προσεχές 12μηνο– ουσιαστικά 8 στα 10 νοικοκυριά δεν βλέπουν καμία δυνατότητα να βάλουν χρήματα στην άκρη υπό αυτές τις συνθήκες.
Το κλίμα απαισιοδοξίας είναι έκδηλο. Οι Έλληνες καταναλωτές χαρακτηρίζονται πλέον οι πιο απαισιόδοξοι στην ΕΕ ως προς την οικονομική τους κατάσταση, ξεπερνώντας ακόμα και χώρες που επίσης δοκιμάστηκαν από κρίσεις τα προηγούμενα χρόνια. Περίπου 61% των νοικοκυριών προβλέπει περαιτέρω ανόδους τιμών στο άμεσο μέλλον, φοβούμενο ότι η ακρίβεια θα συνεχίσει να επιβαρύνει τα βασικά είδη πρώτης ανάγκης. Είναι χαρακτηριστικό ότι πάνω από τους μισούς καταναλωτές (53%) σχεδιάζουν να περιορίσουν τις δαπάνες τους το επόμενο διάστημα, κόβοντας κυρίως από την ψυχαγωγία και τις αγορές ρουχισμού/υπόδησης, ενώ μόλις ένα 4% αισιοδοξεί ότι μπορεί να τις αυξήσει. Με άλλα λόγια, μεγάλο μέρος της κοινωνίας έχει μπει σε μια φάση λιτότητας κατανάλωσης, εστιασμένης στα απολύτως απαραίτητα.
Απέναντι σε αυτή την πραγματικότητα, η κυβέρνηση έχει λάβει κάποια μέτρα (αυξήσεις κατώτατου μισθού, επιδόματα, «καλάθι του νοικοκυριού» με προϊόντα χαμηλού κόστους, ελέγχους στην αγορά για αισχροκέρδεια κ.λπ.). Ωστόσο, οι παρεμβάσεις αυτές μέχρι στιγμής προσφέρουν μερική μόνο ανακούφιση. Όπως επισημαίνουν οι ενώ?%
